Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Τέμενος Μενδρεσέ (1)

Μια διαφορετική σε σχέση με τις συνήθεις ανάρτηση, αλλά σχετική με τον προβληματισμό του blog

ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ «Ο ΜΕΝΔΡΕΣΕΣ»

Και τώρα που τελείωσαν τα Παύλεια, καιρός είναι –και μάλιστα με καθυστέρηση ενός χρόνου- να πούμε δυο σοβαρές κουβέντες.

Πέρυσι τέτοια εποχή η Μητρόπολη Βέροιας εγκαινίασε ανεπίσημα την μετατροπή του αναστηλωμένου μουσουλμανικού τεμένους του Ιεροδιδασκαλείου (Μενδρεσέ ή αλλιώς τέμενος του Μουσά Τσελεμπή) σε auditorium Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο! της Μητρόπολης της Βέροιας.

Πρόκειται για ένα μνημείο των μέσων του 19ου αιώνα , το οποίο ανοικοδομήθηκε σε προϋπάρχον ήδη από τον 14ο - 15ο αιώνα τέμενος και χρησιμοποιήθηκε ως ιερός χώρος των μουσουλμάνων κατοίκων της Βέροιας μέχρι την αναγκαστική ανταλλαγή τους μετά το 1922 (και είναι βεβαίως αισχρά ψευδές αυτό που πέρυσι τεχνηέντως διέρρευσε η Μητρόπολη Βέροιας, ότι το συγκεκριμένο μνημείο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε ως χώρος λατρείας των μουσουλμάνων).
Το τέμενος του Μενδρεσέ είναι ένα από τα δύο εναπομείναντα πλέον στη Βέροια αντιπροσωπευτικά δείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής τεμένων, στο οποίο εξακολουθεί να σώζεται ο μιναρές, ενώ στο εσωτερικό του διακρίνονται αραβουργήματα, επιγραφές με ρητά από Κοράνιο και παραστάσεις τοπίων.

Πέρυσι λοιπόν, το σπουδαίο αυτό οθωμανικό-ισλαμικό μνημείο άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό που είχε πάει για να παρακολουθήσει την παρουσίαση του βιβλίου του αγαπητού μας Παύλου Πυρινού.

Ανεξάρτητα από τις επιμέρους ενστάσεις που θα στοιχειώνουν από δω και πέρα οποιαδήποτε κριτική του σωστικού έργου και της αποκατάστασης που έγινε στον χώρο, έκπληκτος ο μέσος σκεπτόμενος επισκέπτης του μνημείου αντίκριζε, μπαίνοντας στον κύριο χώρο του τεμένους (δηλαδή στον χώρο που τελούνταν κάποτε η προσευχή των συμπολιτών μας μουσουλμάνων) μια γιγαντιαία εικόνα του Απ. Παύλου και μάλιστα όχι οπουδήποτε στον χώρο αλλά μπροστά στο μιχράμπ, δηλαδή μπροστά στην κόγχη προσευχής των μουσουλμάνων (όπως θα λέγαμε αλλιώς μπροστά στο ιερότερο των ιερών σ΄ ένα χριστιανικό ναό ή στο εχάλ ακόδες μιας Συναγωγής).

Την απαράδεκτη κι ανήθικη μετατροπή του τεμένους σε αυτό που «έντεχνα» (μήπως και σκόπιμα;) ονομάστηκε autidorium και την παρουσία της γιγαντο-εικόνας του Απ. Παύλου στον συγκεκριμένο χώρο, νομιμοποίησαν με την παρουσία τους και την (πως αλλιώς παρά δουλική μπορεί να ονομάσει κάποιος) σιωπή τους, τόσο η Δήμαρχος όσο κι άλλοι θεσμικοί παράγοντες της πόλης και κάποιοι εξ αυτών (με πρώτη την Δήμαρχο) και με τα επαινετικά τους λόγια για το σωστικό έργο του τεμένους που ανέλαβε ο Μητροπολίτης και τη νέα χρήση του χώρου (sic).

Ως επίσημη δικαιολογία που νομιμοποίησε την μετατροπή αυτή προβάλλεται επισήμως ότι πρόκειται για ιδιοκτησία της Μητρόπολης Βέροιας. Και πράγματι ιδιοκτησία της είναι. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και την αναγκαστική φυγή των μουσουλμάνων συμπολιτών μας από την πόλη, το τέμενος αγοράστηκε από τον τότε Μητροπολίτη (με σκοπό να μετατραπεί σε ναό!) το 1936, όταν στο ελληνικό κράτος δεν υπήρχε οργανωμένη θεσμικά προστασία των μνημείων και μόνον ελάχιστοι γραφικοί της εποχής (όπως ο Ορλάνδος, ο Πικιώνης κ.ά) περιέτρεχαν στις απελευθερωμένες νέες χώρες της Μακεδονίας και της Θράκης, αποτύπωναν μνημεία και εκλιπαρούσαν κρατικούς παράγοντες για την διάσωση τους.
Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν δεν λήφθηκε επίσημα οποιαδήποτε κρατική ή δημοτική πρόνοια για την ανάδειξη του τεμένους ως μνημείου πλέον. Το εσωτερικό του κτιρίου χρησιμοποιήθηκε για χρόνια από την προσκοπική ομάδα της πόλης ως χώρος δοκιμών του μουσικού τμήματος του, μέχρις ότου το οξυμένο (οφείλουμε αυτό να το ομολογήσουμε!) μυαλό του τοπικού επισκόπου και των συνεργατών του εμπνευσθούν την «αξιοποίηση» του μνημείου σε «χώρο πολιτιστικών πρωτοβουλιών» (sic). Και επισήμως με αυτή τη χρήση- «φερετζέ» έκτοτε η Μητρόπολη έχει μετατρέψει το τέμενος σε χώρο εκκλησιαστικών εκδηλώσεων, όπου γίνονται οι συνάξεις των κληρικών, συνεδρίες, ημερίδες κι εκδηλώσεις (αμιγώς θεολογικού-χριστιανικού περιεχομένου) κι όπου ανεβοκατεβαίνουν μπροστά στο ιερό του τεμένους οι γιγαντοεικόνες διάφορων αγίων κι ανάλογα με την εκδήλωση (βλ. ενδεικτικά δύο από αυτές).

Αντιγράφω λοιπόν από την αφίσα των φετινών Παύλειων:

Κυριακή 30 Μαΐου

19:30 «Η πόλις εάλω»

Εκδήλωση μνήμης με την ευκαιρία της επετείου Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως με τη συμμετοχή της μικτής χορωδίας της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης

(Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο - Βέροια)

Σιγά-σιγά φεύγει και ο «Μενδρεσές» από τη μέση και μένει μόνο το Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο!

Και σε συνδυασμό με το πείσμα της Μητρόπολης να κτίσει εκ νέου το ναό του Αγ. Ιωάννη στην οδό Βενιζέλου, εκεί δηλαδή όπου αποκαλύφθηκε μια μοναδικής σημασίας αρχαιολογική ενότητα τεσσάρων στρωμάτων ιστορίας, τι θα πρέπει ακόμα να περιμένουμε να δούμε με αυτή την επεκτατική πολιτική που εγκαινίασε ο Μητροπολίτης στον δημόσιο χώρο, συμπεριφερόμενος ως μεγαλοτσιφλικάς γης.
Δείτε διαφορά ήθους: Στην Αλβανία ο εκεί Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος χρηματοδοτεί με ιδιωτικές εισφορές την ανέγερση τζαμιών στα εδάφη των πληγέντων από τους βομβαρδισμούς Αλβανών Κοσοβάρων, όταν στην Ελλάδα χρηματοδοτείται με ευρωπαϊκά κονδύλια η μετατροπή ενός τεμένους σε «παρεκκλήσι» της τοπικής Μητρόπολης.

Με ικανοποίηση διαβάζει κανείς τα τελευταία χρόνια για τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται κι αναλαμβάνουν κρατικοί και (ή) δημοτικοί παράγοντες ή άλλοι φορείς, για την διάσωση κι ανάδειξη του ισλαμικού παρελθόντος πόλεων και περιοχών. Στις Σέρρες, στο Ρέθυμνο, στην Καβάλα, στα Γιάννενα, στα Γιαννιτσά, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα, στο Διδυμότειχο κι αλλού, αντίστοιχα μνημεία (κατά κύριο λόγο τζαμιά αλλά και ιμαρέτ, δηλαδή πτωχοκομεία ή άλλα οθωμανικά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια) έχουν αναδειχθεί με πρωτοβουλία κρατικών, δημοτικών ή άλλων φορέων και χωρίς διαχωρισμούς ή στεγανά ως προς την θρησκευτική ή εθνοτική ταυτότητα των κτιρίων σε χώρους προβολής της συνολικής ιστορίας του τόπου ή σε χώρους παραγωγής πολιτιστικής δράσης, εντάσσοντας τους στην ίδια την λειτουργία των τοπικών κοινωνιών ως πυρήνες παραγωγής πολιτισμού, διαλόγου και καλλιτεχνικής έκφρασης, με ήπιες χρήσεις και σεβασμό στην θρησκευτική καταγωγή των μνημείων.

Η Βέροια είναι η μοναδική πόλη, όπου επιτράπηκε η μετατροπή ενός τεμένους όχι σε έναν χώρο διαπολιτισμικής ή πολυπολιτισμικής αναφοράς και ήπιων δράσεων ευρύτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος αλλά σε ένα παράρτημα του Μητροπολιτικού μεγάρου κι όπου από καιρού εις καιρόν βιάζεται η ιερότητα και η θρησκευτική ταυτότητα του κτιρίου με λογιών-λογιών εκδηλώσεις και συνάξεις.

Τα μνημεία ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της πόλης, κάθε πόλης. Και φέρουν πάνω τους τις πατέντες ανθρώπων με διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τα τζαμιά και οι συναγωγές δεν χτίστηκαν από μουσουλμάνους ή εβραίους μόνον. Ήταν προϊόντα συνάντησης και συνύπαρξης πολιτισμών κι ως τέτοια πρέπει να ειδωθούν, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο θρησκευτικό τους χαρακτήρα. Αλλά ως τέτοια πρέπει και να τα σεβαστούμε. Όχι όμως ως μνημεία των Άλλων αλλά όλων μας (και στους όλους ανήκουν και οι Άλλοι).

Συνεπώς, δεν δικαιούται η Μητρόπολη να χρησιμοποιεί ανέλεγκτα το εσωτερικό του χώρου, αποδομώντας σιγά-σιγά τον ισλαμικό χαρακτήρα και την πολιτισμική ταυτότητα του μνημείου, προσπαθώντας «σώνει και καλά» να το επαναπροσδιορίσει ως τοπόσημο χριστιανικό, συμπεριφερόμενη με τρόπο που παραπέμπει σε συμπεριφορές κατακτητή κι αλαζόνα αυτοκράτορα.
Τούτη τη συμπεριφορά που επιδεικνύει η Μητρόπολη, συμπεριφερόμενη ως ιδιοκτήτρια μεζονέτας κι όχι ενός αλλόθρησκου μνημείου στο οποίο πρέπει μια άλλη μεταχείριση και συμπεριφορά, πρέπει πρώτα απ’ όλα να ελέγξει και να ανακόψει ο θεσμικός φορέας που εγγυάται τον μνημειακό (ιστορικό και αλλ0-θρησκευτικό) χαρακτήρα του τεμένους, δηλαδή το Υπουργείο Πολιτισμού και η αρμόδια Εφορεία Μνημείων. Στο κάτω-κάτω της γραφής η αναστήλωση δεν έγινε με χρήματα που προήλθαν από την ατομική περιουσία του Μητροπολίτη ή από την περιουσία της Μητρόπολης αλλά με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ελληνικού Δημοσίου. Συνεπώς, έχει ο καθένας μας κάθε λόγο να διερωτάται εάν επενδύθηκαν ορθά και συνετά οι φόροι που πληρώνει. Κι εφόσον πρόκειται για κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να βλέπαμε τις αντιδράσεις του Γάλλου, του Βέλγου ή του Γερμανού φορολογούμενου στην είδηση: που και κυρίως με ποιο τρόπο επενδύονται τα χρήματα που πληρώνει ως φόρους.

Νομικά θα ήταν δυσχερέστατη, σχεδόν αδύνατη θα ‘λεγε κανείς, η αφαίρεση της κυριότητας του τεμένους από την ιδιοκτησία της Μητρόπολης Βέροιας, εκτός κι αν βρεθεί ο τολμηρός δημόσιος ή δημοτικός παράγοντας που είτε θα κινήσει τις διαδικασίες απαλλοτρίωσης του, αφού πρόκειται για προστατευόμενο από το Κράτος μνημείο, είτε θα διαπραγματευτεί και πετύχει την αγορά του. Ανεξάρτητα από τις νομικές ευχέρειες ή δυσχέρειες, ο τοπικός Επίσκοπος έχει ηθική υποχρέωση να παραδώσει (ακριβέστερα, δωρίσει) το μνημείο στο Κράτος ή στο Δήμο για την προσδοκώμενη αξιοποίηση του. Στο κάτω-κάτω της γραφής αγοράστηκε (στον καιρό που αγοράστηκε), δίχως να απαλλοτριώσει ο τότε Μητροπολίτης ατομικά περιουσιακά του στοιχεία, αλλά από τα έσοδα μιας ικανής εκκλησιαστικής περιουσίας (προϊόν γενναίων δωρεών του ευλαβούς ποιμνίου) κι από το υστέρημα του οβολού των ευλαβών προσκυνητών των ναών της μητροπολιτικής περιφέρειας κι όχι βέβαια από τη δεξιά τσέπη του ράσου.
Αλλά ποιος Δήμαρχος τολμά να θίξει τις ισορροπίες αυτές!

Είναι βέβαια γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία στη μακρά περίοδο μετά την οριστικοποίηση των συνόρων της χώρας, ζυμώθηκε με αποστροφή προς τα αλλόθρησκα μνημεία. Η απενοχοποίηση κι αποδαιμονοποίηση των αλλόθρησκων μνημείων και η ένταξη τους στη συλλογική συνείδηση όχι ως μνημείων των Άλλων αλλά ως πολυπολιτισμικού παρελθόντος στο οποίο ανήκουμε τόσο Εμείς όσο και οι Άλλοι -άλλοτε σε πορεία σύγκρουσης κι άλλοτε σε πορεία συνάντησης, συνύπαρξης κι αλληλεπίδρασης, είναι μια διαδικασία –αλήθεια- όχι και τόσο εύκολη. Όμως αυτά για να συμβούν απαιτούν να διαχειρίζονται τις τύχες των πόλεων άνθρωποι με όραμα, έτοιμοι να συγκρουστούν και να επιχειρήσουν ανατροπές. Απαιτούν στρατηγικούς σχεδιασμούς που θα επανασχεδιάζουν τον δημόσιο χώρο ορθολογικά αλλά και ομνύοντας, όχι στον πολιτισμό των πανηγυριών, αλλά στον πολιτισμό της ποιότητας ζωής και σε αυτόν που δεν φοβάται λ.χ. να αξιοποιεί και να προβάλει αλλόθρησκα μνημεία.
Αλλά προφανέστατα οι δημοτικές αρχές της Βέροιας, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, δεν θέλουν –κατά την προσφιλή τακτική τους- «να σπάσουν αυγά». Περιορίζονται, χωρίς όραμα, στο να καγχάζουν με την ατολμία τους, αποφεύγοντας ρήξεις και τομές. Κάπως έτσι -κι όσο δεν αντιδρούν οι θεσμικοί προστάτες των μνημείων, οι αρχιτέκτονες αλλά και συνολικά η κοινωνία των πολιτών- χάνεται το στοίχημα του Μενδρεσέ. Κάπως έτσι θα χαθεί και το Ορτά Τζαμί.



Γιώργος Λιόλιος


  • Το άρθρο δημοσιεύεται έντυπα στο φύλλο της 2ας Ιουλίου 2010 της καθημερινής εφημερίδας της Βέροιας "Μακεδονική"