Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Εντόπιοι "ξένοι" Ιστορική αναπαράσταση και μνημονικά ίχνη της μουσουλμανικής και της εβραϊκής κοινότητας στην Βέροια του 20ου αι.



«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
                                                                   και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
                                                                      και δε γίνεται μ’  Αυτούς χωρίς Εσύ»
                                                                                    ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
                                                                                           Η Γένεσις (Το Άξιον Εστί)

Ο Γάλλος θεωρητικός της Ιστορίας Πεγκύ, έχει διατυπώσει με εύστοχο σχηματικό τρόπο την περιπέτεια της Ιστορίας: «Η Μνήμη και η Ιστορία σχηματίζουν ορθή γωνία. Η Ιστορία είναι παράλληλη με το γεγονός, ενώ η μνήμη βρίσκεται στο κέντρο και τα τέμνει».
Η Ιστορία γλιστρά παράλληλα με το γεγονός και συνεπώς δεν είναι κάτι άλλο παρά η αδιάκοπη διαχείριση της μνήμης – συχνά κακοποιημένης, ανάλογα με τα ιδεολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής, την ιδεολογική πλατφόρμα και το περιβάλλον του ιστορικού, ο οποίος τη διαχειρίζεται.
Αν η οθωμανική περίοδος εξακολουθεί να παραμένει ένας δαιμονοποιημένος ιστορικός χρόνος, όπου φωλιάζουν οι εθνικές φαντασιώσεις που κατασκεύασαν το κυρίαρχο κι ανθεκτικό εθνικό αφήγημα, στο επίπεδο της δημόσιας ιστορίας, ο «Άλλος», ο «Ξένος», ως μνημονικός χώρος, ως οντότητα υποκειμένου, απουσίαζε εκκωφαντικά σχεδόν σ’ όλη τη διαδρομή του 20ου αι. Μόλις στην τελευταία δεκαετία του, αξιοδοτείται η παρουσία του και το ιστορικό αποτύπωμά του.

Στην εισήγησή μου θα επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το πλαίσιο μέσα στο οποίο συνυπάρχουν και συμβιώνουν Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι σε μια μακρά συμπόρευση με Χριστιανούς και άλλες εθνοτικές-πολιτισμικές ομάδες, σε μια διαρκή συνάντηση και αλληλεπίδραση, μέσα από συγκλίσεις κι αποκλίσεις. Θα προσπαθήσω δηλαδή να περιγράψω μια δυναμική σχέση μεταξύ αυτών των ομάδων, από τον μακρύ οθωμανικό χωρόχρονο μέχρι την μετάβαση της Βέροιας στην επικράτεια του ελληνικού κράτους, κι από κει μέχρι την αναγκαστική αποχώρηση των πρώτων και την καταστροφή των δεύτερων. Κι ασφαλώς, πώς αυτή η πλουραλιστική εικόνα έχει αφήσει τα δικά της μνημονικά ίχνη, μέσα από τυχαίες επιβιώσεις στους σωζόμενους μνημονικούς τόπους.

Η εισήγηση βασίζεται σε δύο ανέκδοτες εργασίες μου, που απηχούν την προσπάθεια να περιγράψω την Πόλη Αλλιώς. Φυσικά η εισήγηση δεν εξαντλεί, και δεν θα μπορούσε, την σχετική θεματική. Αν χάρη στις διατριβές της Ελένης Γκαρά και του Αντώνη Αναστασόπουλου έχουμε μια αντιπροσωπευτική εικόνα της οθωμανικής Βέροιας του 17ου και του 18ου αι., ο 19ος αι. και το λυκόφως της οθωμανικής περιόδου της πόλης δεν έχουν αποκτήσει ακόμα μια συστηματική αφήγηση, παρά μόνον αποσπασματικά μέσα από τα σωζόμενα τεκμήρια.

Η Βέροια των οθωμανικών χρόνων ήταν ένα τυπικό δείγμα πόλης της νότιας βαλκανικής, όπου συνυπήρχαν διαφορετικές γλωσσικές, θρησκευτικές κι εθνοτικές ομάδες, με τις τριβές, τους διαγκωνισμούς, τις κοινωνικές αντιπαλότητες και τους οικονομικούς ανταγωνισμούς που γεννά η συμβίωση ετερόκλητων πληθυσμιακών υποσυνόλων σ’  έναν κοινό γεωγραφικό-ιστορικό χώρο. Ακόμα και μετά την προσάρτηση της πόλης, το 1912, στο ελληνικό κράτος, για πολλά χρόνια εξακολουθούσε να εμφανίζει την οθωμανική της πολυμορφία. Αν και η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, αλλοίωσε την εθνολογική εικόνα της πόλης, ωστόσο, στη διάρκεια του Μεσοπόλεμου η Βέροια εξακολουθούσε να θυμίζει πολλά από το οθωμανικό της παρελθόν, αφού,  σύμφωνα με την εφ. Αστήρ Βεροίας, «εις τα δημόσια καταστήματα και εις τας Τραπέζας ομιλείται η Τουρκική γλώσσα μετ΄ ιδιαιτέρας ευχαριστήσεως κατά τας μετά των πολιτών επικοινωνίας». Μετά την αποχώρηση των Μουσουλμάνων, τα εξωτικά σπανιόλικα των Εβραίων θα απομείνουν, ως γλωσσική και πολιτισμική «διαφορετικότητα», να τροφοδοτούν στερεότυπα, συλλογικές αντιλήψεις, φαντασιώσεις και ιδεολογήματα με κριτήρια άλλοτε θρησκευτικά κι άλλοτε φυλετικά.
Παρά το γεγονός ότι καθεμία εθνο-πολιτισμική ομάδα κατοικούσε σε διακριτές περιοχές της πόλης και σε κλειστά οικοδομικά σύνολα, με αυτόνομη διοικητική, κοινωνική, εκπαιδευτική και θρησκευτική οργάνωση, σε αυτή την αισθητική εμπειρία η ιδιοτυπία αυτή δεν συνιστά ένα κλειστό κι απομονωμένο σύστημα συμβίωσης με συμπαγή στεγανά˙ βρίσκεται συνεχώς σε διάλογο, σε μια δυναμική διαδικασία όσμωσης και αλληλεπίδρασης με τα περιβάλλοντα της, από τα οποία επηρεάζεται και επηρεάζει, με κοινό σημείο αναφοράς, συνήθως, την αγορά της πόλης, όπου συνωθούνταν για εμπορικούς λόγους Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί, Εβραίοι και Ντονμέδες ή αλλιώς Έλληνες, Τούρκοι, Σλάβοι, Αρμένιοι, Βλάχοι, αλλά και Τσιγγάνοι και Αιθίοπες δούλοι, αξιωματούχοι, αστοί και χωρικοί, και η οποία αποτελούσε το σημείο συνάντησης, συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης ανθρώπων, ιδεών και εμπορικών συμφωνιών.
Η Αγορά ήταν χώρος μικτού πληθυσμού, πολύβουος, με διαφορετικές γλώσσες, μυρουδιές, αρώματα και ήχους˙ ήχους από λαλιές ανθρώπων, από πέταλα αλόγων και μουλαριών και μουγκανητά ζώων, από κάθε λογής κτύπους των εργαστηρίων και από τρεχούμενα νερά στις «αραρούγιες», στις «μπουντουβάγιες» και στις κρήνες, πέρα από την οποία και προς διάφορες κατευθύνσεις αναπτύσσονταν οι χριστιανικές και οι μουσουλμανικές γειτονιές καθώς και η εβραϊκή συνοικία.
Αν και η Βέροια δεν βρίσκεται στις κύριες εμπορικές οδικές αρτηρίες της εποχής, ωστόσο, δεν είναι ξεκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Τα προϊόντα της πόλης, ιδιαίτερα μετά την ανάδυση μιας γενιάς δυναμικών Ελλήνων βιομηχάνων στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου αι, κυκλοφορούν σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια• οι έμποροι της πόλης Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί κι Εβραίοι δραστηριοποιούνται εντός και εκτός των οθωμανικών συνόρων, αναπτύσσοντας εμπορικά δίκτυα, ενώ και η επαφή με τις κρατικές αρχές είναι συνεχής. Η περίοδος άλλωστε αυτή επηρεάζεται βαθειά από τις φιλελεύθερες αρχές των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ και προς το τέλος της από αυτές της επανάστασης των Νεοτούρκων, αλλά και από τη δημιουργία της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου, γεγονότα που εισάγουν νέες κινητικότητες στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή καθώς και στη δημογραφία της πόλης.
Με τις γνωστές επιφυλάξεις που συνοδεύουν τις δημογραφικές πληροφορίες της περιόδου, σύμφωνα με τον οθωμανικό «σαλναμέ» (επετηρίδα) του 1906 και τις απογραφικές πληροφορίες των πρώτων χρόνων του 20ου αι., η Βέροια αριθμούσε περί τους 14.000 κατοίκους, με τους Μουσουλμάνους να έχουν μια ελαφρά αριθμητική υπεροχή έναντι των Ελλήνων, ενώ την ίδια περίοδο καταγράφονται περίπου 600 Εβραίοι – ένα αριθμητικό μέγεθος που θα υποστεί πολλές διακυμάνσεις μέχρι να σταθεροποιηθεί στον ίδιο αριθμό τις παραμονές του Β’ Π.Π.
Οι Μουσουλμάνοι δραστηριοποιούνται κυρίως ως ιδιοκτήτες γης και στη γεωργία, αλλά και στο μεταπρατικό εμπόριο, στο οποίο όμως επιδίδονται κατά κύριο λόγο οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι, με τους τελευταίους να κατέχουν τα σκήπτρα των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και της κτηματαγοράς – όχι όμως πάντα αποκλειστικά, ενώ την βιοτεχνική-βιομηχανική παραγωγή αναπτύσσουν αποκλειστικά οι Χριστιανοί. 
Η διατύπωση, με απόλυτο τρόπο, μιας κρίσης για τις διακοινοτικές σχέσεις μεταξύ των ομάδων αυτών, παραβλέπει το γεγονός ότι οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και διακοινοτικές σχέσεις οποιουδήποτε συνόλου δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται με όρους μαύρου-άσπρου. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι οι τρείς αυτές κοινότητες της Βέροιας δεν ήταν απομονωμένες η μία από την άλλη. Συνεργάζονταν αλλά και συγκρούονταν σε πολλά επίπεδα και με ποικίλους συνδυασμούς δυνάμεων, δίχως να αποτελούν απαραίτητα τρεις συμπαγείς ομοιογενείς ομάδες, ενώ και η θρησκευτική διαφορά δεν αποτελούσε φραγμό, καθώς αυτή έμενε πίσω από τους μανδρότοιχους των μαχαλάδων ως κοινοτική υπόθεση.
Ειδικά μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ στο πρώτο ήμισυ του 19ου αι. και την κατάργηση πολλών από τις έως τότε διακρίσεις μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων, η αλληλοπροσέγγιση καλλιεργήθηκε με όρους ισοτιμίας, αν και όχι πάντα ισοπολιτείας.
Στο πρακτικό πεδίο της αγοράς, Μουσουλμάνοι δανείζουν και δανείζονται από Χριστιανούς ή Εβραίους και το αντίστροφο. Συμπράττουν και συνεταιρίζονται σε εμπορικές δραστηριότητες, σημαντικοί επισκέπτες της πόλης καταλύουν αδιακρίτως σε εύπορα μουσουλμανικά, χριστιανικά και εβραϊκά σπίτια και οι σχέσεις που διαρθρώνονται σταδιακά αποκτούν ξεκάθαρα ταξικά-αστικά χαρακτηριστικά. Ένα εύπορο μέλος μιας Κοινότητας έχει περισσότερους κοινούς τόπους με το αντίστοιχο κάποιας άλλης αλλόθρησκης, παρά με τον ταπεινό ομόθρησκό του. Η ανέγερση πολυτελών κατασκευών (μακεδονικών αρχοντικών ή άλλων αστικών σπιτιών με πολλά εκλεκτικιστικά στοιχεία) δίπλα σε ταπεινές πλινθοδομές μέσα στην ίδια διακριτή εθνοτική-πολιτισμική-θρησκευτική γειτονιά δεν αίρει την διάκριση αυτή. Το εύπορο μέλος είναι συνήθως και ένας από τους ηγήτορες της διακριτής κοινότητάς του και με την ισχύ του επιβάλλει τη θέση του στα κοινοτικά πράγματα, στα οποία παραμένει εν τούτοις πιστός.
Αυτή η χαλάρωση των αυστηρών διακοινοτικών ορίων από το δεύτερο μισό του 19ου αι. και μέχρι την μετάβαση της πόλης στην ελληνική επικράτεια, αντανακλάται και στην κινητικότητα μέσα στην ίδια την πόλη. Τα όρια των γειτονιών σχετικοποιούνται: Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι εισέρχονται στις χριστιανικές γειτονιές καθώς και το αντίστροφο (οι οδοί Μεραρχίας και Σοφού είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα συμβίωσης Ελλήνων (Χριστιανών), Εβραίων αλλά και Βλάχων, όπως και οι μαχαλάδες του Σου Καπουσού, του Μπαμπά Τεκεσί, της Κυριώτισσας και της Μητρόπολης). Σε κοινωνικό επίπεδο Μουσουλμάνοι καταθέτουν στο δικαστήριο σε βάρος ομοθρήσκων τους και υπέρ Χριστιανών και το αντίστροφο• συναντάμε Εβραίους και Μουσουλμάνους να συμμετέχουν σε χοροεσπερίδες Χριστιανών και το αντίστροφο. Σε ιδιωτικό επίπεδο η μαία Ζιουμπού η Τουρκάλα, μπαίνει αδιακρίτως σε χριστιανικά και εβραϊκά σπίτια ξεγεννώντας γενιές και γενιές Χριστιανών κι Εβραίων της πόλης μέχρις ότου πάρει τα σκήπτρα μια μαία πρόσφυγας από τη Μ. Ασία (η Αγάπη Τσιτλακίδου). Το μοναδικό φαρμακείο της πόλης διατηρεί ο Αχμέτ Μπέης για να το παραλάβει μετά την ανταλλαγή ο Δημήτριος Νικολαϊδης, ενώ άπαντες εμπιστεύονται την στοματική υγεία τους στον μοναδικό πρακτικό οδοντίατρο της  πόλης, στον Αρμένη Κυρκόρ, ο οποίος ήταν ένα από τα θύματα της ισπανικής γρίπης του 1918.

Η περιγραφή ίσως δείχνει μια ειδυλλιακή εικόνα της εποχής αλλά δεν παραβλέπει τον δυναμισμό της περιόδου. Οι μουσουλμάνοι δεν υπερέχουν μόνον αριθμητικά αλλά εξακολουθούν να ασκούν τη διοίκηση στην περιοχή. Αυτοί άλλωστε καθόριζαν το πλαίσιο που διείπε τις διακοινοτικές σχέσεις και οι αυθαιρεσίες από την οθωμανική διοίκηση ασφαλώς ήταν συχνές και πυκνές – γεγονός που πυροδοτούσε συχνά-πυκνά ποικίλες αντιδράσεις, κυρίως στους κόλπους της χριστιανικής κοινότητας, ενώ και οι εθνοτικοί διαγκωνισμοί που καλλιεργούνταν στην ευρύτερη περιοχή κι εκδηλώθηκαν κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων δυναμίτιζαν από καιρού εις καιρόν το κλίμα στις διακοινοτικές σχέσεις.
Όμως, η μακρά περίοδος ισορροπιών και διακοινοτικής ανεκτικότητας σε συνδυασμό με την απουσία σπουδαίων οικονομικών ανταγωνισμών, δεν επέφερε ολέθρια αποτελέσματα όταν τα ελληνικά στρατεύματα κατελάμβαναν την πόλη. Αν εξαιρέσουμε μια αμφιλεγόμενη πληροφορία για ωμότητες του ελληνικού στρατού σε βάρος του εβραϊκού πληθυσμού της Βέροιας, όπως την αποτύπωσε τον Ιανουάριο του 1913 η γερμανική εφημερίδα Tägliche Rundshau, η κατάληψη της πόλης έχει αποτυπωθεί στην βιβλιογραφία ως «βελούδινη». Όχι μόνον απετράπη, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη και τοπικών προυχόντων, η άτακτη φυγή του μουσουλμανικού πληθυσμού από την πόλη, την παραμονή της εισόδου του ελληνικού στρατού σ’ αυτήν, αλλά την επαύριον διατηρήθηκε στη θέση του ο μουσουλμάνος Δήμαρχος της πόλης Χαλήλ Αλή Βέη, ο οποίος θα καθαιρεθεί από το κίνημα της Έθνικης Άμυνας, για να επανέλθει το 1920.
Σε αντίστιξη, η εικόνα της  παλλαϊκής υποδοχής του ελληνικού στρατού που μας παραδίδεται από τις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, αμφισβητείται από τις εντυπώσεις που άφησαν από το πέρασμα τους στη Βέροια δύο από τους μαχητές του ελληνικού στρατού που κατέλαβε την πόλη τον Οκτώβριο του 1912: του τότε αξιωματικού του πυροβολικού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, μετέπειτα αρχιστράτηγου του εκστρατευτικού σώματος στη Μικρά Ασία και του Κύπριου εθελοντή στους βαλκανικούς πολέμους Ιωάννη Τσαγκαρίδη.
          Σε επιστολή προς την γυναίκα του Κούλα, που αποστέλλει ο Παρασκευόπουλος από τη Βέροια, αμέσως μετά την κατάληψη της πόλης, γράφει:
        «Τόρα, Κουλίτσα μου, αν θέλης και περί των αδελφών μας που χύνομεν το αίμα μας, απαίσιοι, τέρατα, παλιάνθρωποι, τουρκόσποροι. Πλην της Κοζάνης που είναι ακραιφνής Ελληνισμός, ως λέγουν, και έδειξαν τον ενθουσιασμόν των, πουθενά αλλού ούτε σημαία ελληνική να υψωθή, ούτε ζήτω. Αν αι εφημερίδες γράφουν τοιαύτα είναι ψεύδος. Αμ που είναι εκείνοι οι αντάρται; Πανταχού Τούρκοι, ουδείς χριστιανός. Όλοι αυτοί δεν έχουν κανέν αίσθημα και αυτό είναι το λυπηρόν».
           Στο ίδιο ύφος και η επιστολή του Τσαγκαρίδη προς τον πατέρα του τις ίδιες ημέρες. Γράφει μεταξύ άλλων:
           «Υποδοχή κάπως ψυχρά. Βλέπετε πλεονάζουν οι Τούρκοι και φοβούνται οι Έλληνες μήπως επανέλθουν υπό τον τουρκικόν ζυγόν και τιμωρηθώσι διά την εκδήλωσιν των αισθημάτων των. Εν τούτοις είναι άξιοι πάσης μομφής. Διότι ημείς θυσιαζόμεθα γι’ αυτούς και ώφειλον να μας περιποιηθούν περισσότερον».

           Η στερεοτυπική εικόνα της κατάληψης της Βέροιας συνοδεύεται από παλλαϊκές υποδοχές και ρόδα. Όμως, η διάσταση, που μόλις έθιξα, θα πρέπει να ξαναβάλει στην συζήτηση όχι μόνο την αμηχανία των Εβραίων που έπρεπε μέσα σε μια νύχτα να δηλώσουν υποταγή και πίστη σ’  έναν νέο κυρίαρχο που δεδηλωμένα δεν επιθυμούσαν αλλά και την αμηχανία των ίδιων των Ελλήνων αλλά και των Τούρκων της πόλης να διαχειριστούν μια νέα, ελληνική αυτή τη φορά πραγματικότητα. Κι αν μεν αυτή η προσέγγιση ακούγεται δυσάρεστα, διότι θέτει εν αμφιβόλω την βαθιά ελληνικότητα που θα επιθυμούσε κανείς για τον ελληνικό κόσμο της εποχής, από την άλλη όμως σ’  αυτήν την συνειδησιακή ρευστότητα και την ειρηνική διακοινοτική συμβίωση οφείλει μάλλον πολλά η «βελούδινη» μετάβαση της πόλης από τους Οθωμανούς στους Έλληνες, δίχως ωμότητες. Ή όπως πολύ γλαφυρά περιγράφει αυτή την διακοινοτική σχέση ένας άλλος μάρτυρας των ημερών αυτών, ο Σπύρος Μελλάς:
          «Την πολιτική τους, οι μπέηδες της Βέροιας, συμπλήρωσαν με άμεση συνεννόηση με τους Έλληνες πρόκριτους, που τους εξομολογήθηκαν ότι, αν εξασφαλιζότανε η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τέλεια αν οι οφειλέτες τους θα πιάνονταν στο εξής από τους χωροφύλακες του Σουλτάνου Μωάμεθ του Ε΄ ή του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄. Και τους παρακάλεσαν να εξαντλήσουν αυτοί την επιρροή τους στον ελληνικό πληθυσμό. Κι έτσι λείψανε όλα τα δυσάρεστα μιας ξαφνικής αλλαξοκυριαρχίας, οι φόνοι, οι εμπρησμοί κι οι διαρπαγές».

Έτσι, μέσα σε μια μέρα, οι Μουσουλμάνοι της Βέροιας, από κυρίαρχοι της πόλης μετατρέπονται σε φοβισμένους και αμήχανους υποτελείς μιας κατάληψης, από κυρίαρχη πληθυσμιακά ομάδα, ένας πληθυσμός εν δυνάμει υπό διωγμό και πολύ σύντομα σε μειονότητα. Μια κυρίαρχη θρησκεία που θα ακολουθήσει τους ορισμούς της πολιτείας ως θρησκεία ενός μειονοτικού πληθυσμού με όρους και προϋποθέσεις. Μία ανάλογη τύχη εμβάζει σε ανησυχία και τον εβραϊκό πληθυσμό. Μπορεί να μην ήταν κυρίαρχος, αλλ’ ως τότε δεν είχε την υποχρέωση να λογοδοτεί για την αυτοδιοίκηση του σε κανέναν κυρίαρχο, και η προοπτική της υποβίβασης της πολιτικής και κοινωνικής του θέσης στα πλαίσια ενός εθνικού κράτους προκαλούσε μια αμηχανία, η οποία εισήγαγε νέες κινητικότητες μέχρις ότου διασφαλιστεί νομοθετικά η πολιτική και κοινωνική του θέση.
Ο εβραϊκός κόσμος παρακολουθούσε, τουλάχιστον αμήχανα, την διοικητική αυτή μεταβολή. Το πρόβλημα του Εβραίου δεν ήταν ότι έπρεπε πια να αντιμετωπίσει την ανάγκη να μεταθέσει την πίστη του από το ένα κράτος στο άλλο, αλλά αν η μετάβαση αυτή θα επέφερε περιορισμό των δικαιωμάτων και των προνομίων του ως ελεύθερων πολιτών, όπως, επίσης, εάν η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει την αρχή της θρησκευτικής ισότητας και της ελευθερίας. Διότι, ενώ για αιώνες οι Εβραίοι ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν, σύμφωνα με τα δικά τους ήθη και έθιμα και χωρίς να απαιτείται από αυτούς κανενός είδους αφομοίωση, τώρα θα ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν το αντίθετο. Η φιλοσημιτική, ωστόσο, θέση του Βασιλιά Γεωργίου, ο οποίος αμέσως εγγυήθηκε την προστασία, την ασφάλεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των μειονοτικών πια πληθυσμών, και η παρόμοια στάση που τήρησε στη συνέχεια και ο Ελ. Βενιζέλος, καθησύχασαν κατ’ αρχήν τις σοβαρές επιφυλάξεις και τους φόβους του μουσουλμανικού και του εβραϊκού κόσμου, ο οποίος, πάντως, κρατούσε μια στάση αναμονής περιμένοντας την αποκάλυψη των πραγματικών προθέσεων της ελληνικής διοίκησης, από τις επιλογές της οποίας εξαρτιόταν η επιβίωση και το μέλλον τους. Αυτή δε η αναμονή πιθανότατα σχετιζόταν με την εκκρεμότητα της αναγνώρισης της οριστικής προσάρτησης της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος, και με την πεποίθηση ότι η ελληνική διοίκηση ήταν μια προσωρινή κατάσταση. Μέσα, όμως, σε αυτή την συστοιχία γεγονότων, βουλήσεων και επιθυμιών, Μουσουλμάνοι κι Εβραίοι καλούνται να επιβιώσουν μεταξύ σφύρας κι άκμονος, σ’ ένα περιβάλλον αδιευκρίνιστο για πολλά χρόνια. Από τη μία, η έγνοια του ελληνικού κράτους για την οριστική τύχη της Μακεδονίας και της Θράκης και ο πραγματικός φόβος του για τον βουλγαρικό κίνδυνο, και από την άλλη το γεγονός ότι ειδικά ο αλλόγλωσσος και αλλόθρησκος εβραϊκός πληθυσμός δεν είχε αναφορά σε μια γειτονική πατρίδα που να απειλεί την εθνική ακεραιότητα του διευρυμένου ελληνικού κράτους, έθεσε σε δευτερεύουσα μοίρα την διαχείριση της συμβίωσης με το εβραϊκό στοιχείο.
Η περίοδος 1912-1919 ήταν μια περίοδος σιωπηλής αναμονής και για τις δύο μειονοτικές ομάδες της πόλης. Αλλά και φόβου, ο οποίος σπρώχνει στην αναχώρηση σημαντικό αριθμό κυρίως Μουσουλμάνων αλλά κι Εβραίων από την πόλη, ενώ την ίδια περίοδο στην πόλη καταφθάνουν Έλληνες, πρόσφυγες από την Αν. Θράκη και τον Καύκασο, οπότε ξεκινά η αλλοίωση της εθνολογικής εικόνας της πόλης, η οποία θα σφραγιστεί με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924 και θα ολοκληρωθεί με την εξόντωση των Εβραίων το 1943 στο Άουσβιτς.
Πάντως, ο προσεταιρισμός τόσο του μουσουλμανικού όσο και του εβραϊκού στοιχείου της Βέροιας, τόσο από τους Βενιζελικούς, όσο και από τους Λαϊκούς, με την τοποθέτηση εκπροσώπων τους στη δημογεροντία της πόλης, εγγράφεται στα θετικά της περιόδου, απηχώντας το προγενέστερο κλίμα της ειρηνικής κι ανεκτικής συμβίωσης. Κι αν μεν για τους Μουσουλμάνους η αγωνία για την τύχη τους στο εθνικό κράτος, δεν θα κρατήσει πάρα μια δεκαετία, καθώς το 1924 θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τη γενέτειρά τους, για να αντικατασταθούν από Έλληνες πρόσφυγες, η ανησυχία των Εβραίων θα ενταθεί με κάθε πρωτοβουλία που επιχειρεί η ελληνική πολιτεία για την αφομοίωση τους.

Η δημογραφική αυτή μεταβολή προφανώς σχετίζεται μεν με το ρευστό κι αβέβαιο κλίμα της εποχής, αλλά και με την διάχυτη επιθυμία Μουσουλμάνων κι Εβραίων να αποφύγουν την στρατολόγηση, την οποία επιχειρούσε να επιβάλει η ελληνική πολιτεία κι έτσι οδήγησε σημαντικό αριθμό των δύο κοινοτήτων σε μαζική φυγή. Η απόπειρα στρατολόγησης ενός πληθυσμού που ακόμα δεν είχε σφυρηλατηθεί εθνικά, ήδη από την εποχή του κινήματος της Εθνικής Άμυνας, απέφερε ολέθρια δημογραφικά πλήγματα στον μουσουλμανικό και εβραϊκό πληθυσμό της Μακεδονίας. Ενδεικτική των προθέσεων του Ελ. Βενιζέλου για αναγκαστική στρατολόγηση νέων Μουσουλμάνων κι Εβραίων στις τάξεις του συμμαχικού στρατού, αποτελεί μία επιστολή της «Εν Βερροία Επιτροπής Εθνικής Αμύνης» προς την «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης Θεσσαλονίκης» του 1916, με την οποία η Επιτροπή της Βέροιας «απειλεί» ότι δύναται να στρατολογήσει «πάντας τους εν τη περιφερεία μας στρατευσίμους εκ των κληθεισών ηλικιών…, διότι δυνάμεθα ν’ αντικαταστήσωμεν τους κληθησομένους υπό τα όπλα… δι’ άλλων μη στρατευσίμων ήτοι Οθωμανών, Ισραηλιτών κλπ.»

Παρά τις φιλοσημιτικές πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους, κατά την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης και μέχρι τον καταστροφικό πόλεμο στη Μικρασία, που θα εκφραστούν με τη θέσπιση σχετικού νόμου, αναγνωρίζοντας Μουσουλμάνους κι Εβραίους ως προστατευόμενους μειονοτικούς πολίτες, οι διακοινοτικές τριβές, κυρίως μεταξύ Εβραίων και Χριστιανών, αυξάνονταν, ενώ θα ενταθούν αμέσως μετά την έλευση εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρασία κι αλλού. Στο πλαίσιο της ελληνικής επικράτειας πλέον, η αρνητική στάση απέναντι στους Εβραίους ήταν αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων, ανάμεσα στους οποίους η αγωνία της διοίκησης για την ενίσχυση της ελληνικότητας των σεφαραδίτικων κοινοτήτων. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μια ποικιλία αντιεβραϊκών μύθων και αντιεβραϊκών μορφολογιών συνιστούν ένα πολύχρωμο σύνολο αρνητικών αναπαραστάσεων (προκαταλήψεων και στερεοτύπων), που στην ελληνική παράδοση είναι κατ’  αρχήν μια κατασκευή του αντι-ιουδαϊσμού και σχετίζεται με τη θρησκευτική διαφορά και την κατηγορία της θεοκτονίας. Στερεοτυπικές ιδιότητες του Εβραίου συναντώνται σε ποικίλες εκφράσεις: από το δημοτικό τραγούδι ως τον καραγκιόζη και τη λαϊκή παράδοση με το κάψιμο του Ιούδα και τη συκοφαντία της παιδοκτονίας. Με διάφορες παραλλαγές, ο τύπος του Εβραίου ενέχεται για φιλαργυρία, προδοσία και θεοκτονία.  Λίγο-πολύ, όλοι έχουμε πρόχειρη μια αρνητική στερεοτυπική εικόνα του Εβραίου από μια ευρεία γκάμα κειμένων της ελληνικής και της ξένης γραμματολογίας. Ο «φανταστικός» Εβραίος δεν απηχεί παρά συλλογικές παραστάσεις, εικόνες, φαντασιώσεις και ιδεολογήματα πλατιάς απήχησης στο κοινωνικό περιβάλλον και η διαφορετικότητα του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να τροφοδοτεί στερεότυπα που υπηρετούν την ανάγκη κατασκευής εσωτερικών εχθρών ή αλλιώς αποδιοπομπαίου τράγου, στον οποίο προβάλλονται και χρεώνονται συλλογικές φοβίες και ανασφάλειες.
Ειδικά, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την έλευση των προσφύγων, η συλλογική ταυτότητα «Εβραίοι» προέβαλε ως ανταγωνιστική, σχεδόν αντίπαλη, πληθυσμιακή ενότητα, καθόσον αμφισβητούνταν η ελληνικότητα τους. Έτσι, παρά την χειραφέτηση των Εβραίων, που στην Ελλάδα βρήκε νομοθετική έκφραση το 1920, οι αξίες της συνύπαρξης και της ανοχής έρχονταν σε αντίθεση με την αρχή της εθνικής ομοιογένειας, δηλαδή της εθνικής και γλωσσικής ενότητας, και δημιουργούσαν συνεχώς εντάσεις και τριβές.  

Η δεκαετία του ’20 θα δοκιμάσει τις αντοχές του ίδιου του κράτους και συνακόλουθα της διακοινοτικής συμβίωσης. Μετά την ταπεινωτική ήττα του 1922 και την οριστική εγκατάλειψη του μεγαλοϊδεατισμού, η χώρα σπαράσσεται από πολιτικές αντιπαραθέσεις για πάνω από μία δεκαετία. Οι κύριες προτεραιότητες της δεν προσανατολίζονταν πλέον στην προσάρτηση νέων εδαφών, αλλά στην προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της και την εθνική ομογενοποίηση. Η χώρα, ταπεινωμένη και οικονομικά κατεστραμμένη,  έπρεπε πέραν όλων των άλλων να διαχειριστεί και την υποδοχή και αποκατάσταση των προσφύγων. Στην Βέροια, την εποχή αυτή, κατέφυγαν τουλάχιστον 3.322 πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, 675 από την Α. Θράκη, 479 από τον Πόντο και 467 από τον Καύκασο. Έτσι, η ελληνική πολιτεία, αμφιταλαντευόμενη από τις κοινωνικές πιέσεις, εμφάνιζε  κάποτε μια αμφισημία λόγου κι έργου στην οποία θυσιαζόταν με ποικίλους τρόπους ο εβραϊκός πληθυσμός. Ο Βενιζέλος δεν θα ξεχάσει ποτέ την μεταστροφή του εβραϊκού εκλογικού σώματος υπέρ των Λαϊκών και στη δεκαετία του ’20 και του ’30 η συνεχιζόμενη καχυποψία για το ρόλο των Εβραίων ως πολιτών σε ένα αγχωτικά επιζητούμενο ομογενοποιημένο εθνικό μέλλον θα εντείνεται. Οι βουλευτικές εκλογές που θα ακολουθούσαν το 1923 θα αποκαλύψουν την ύπαρξη σε μερίδα του ελληνικού πολιτικού κόσμου ενός υποβόσκοντος αντισημιτισμού, τον οποίο φρόντιζε να υποδαυλίζει η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία», η οποία επιδιδόταν σε μια ακατάσχετη αντισημιτική εκστρατεία.
Ένα από τα μέτρα σε βάρος της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, αποτέλεσε και ο χωρισμός του εκλογικού σώματος των Εβραίων, το οποίο δημιούργησε έντονες διαμαρτυρίες του εβραϊκού κόσμου και διακοινοτικές τριβές, για να τις εντείνει την ίδια περίοδο ένα νέο μέτρο που επιχειρούσε την θέσπιση της Κυριακής ως επίσημης αργίας όλων των Ελλήνων πολιτών ανεξαρτήτως θρησκεύματος, καταργώντας το προνόμιο της αργίας του Σαββάτου - γεγονός που προκάλεσε σάλο στους κόλπους των εβραϊκών κοινοτήτων και νέες εντονότερες διακοινοτικές τριβές, καθώς θεωρήθηκε ως έκφραση θρησκευτικής αδιαλλαξίας. Η επίμονη προσπάθεια του εβραϊκού κόσμου για απόσυρση του μέτρου προκαλούσε νέα αντισημιτικά δημοσιεύματα, ενώ πλατιά στρώματα προσφύγων εξέφραζαν, κάτω και από την πίεση των δικών τους αναγκών για αποκατάσταση, ξεκάθαρη την αντιπάθεια τους κατά του εβραϊκού στοιχείου. Οι κραδασμοί των διακοινοτικών τριβών κι εντάσεων, με αφορμή τις σφοδρές αντιδράσεις για την κατάργηση της αργίας του Σαββάτου, καθώς και για άλλα μέτρα, άφησαν το αποτύπωμά τους και στη Βέροια καθώς το 1925 οι Εβραίοι της πόλης κατηγορήθηκαν συλλήβδην για «τελετουργικό φόνο» με αφορμή την εξαφάνιση ενός παιδιού τις παραμονές του εβραϊκού Πάσχα.
Η δυσανεξία αυτή που θα καλλιεργηθεί στα επόμενα χρόνια συστηματικά, ιδίως μετά την εμφάνιση στον δημόσιο βίο της φασιστικής-αντισημιτικής οργάνωσης Εθνική Ένωση Ελλάδος  (γνωστής ως ΕΕΕ), θα εκφρασθεί στα γεγονότα του 1931 με τον εμπρησμό της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ, και θα κορυφωθεί, δέκα σχεδόν χρόνια μετά, με την ουσιαστική συνδρομή και την ανοχή στην μαζική εξόντωση χιλιάδων Ελληνοεβραίων και την καταστροφή των εβραϊκών κοινοτήτων στην διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.
Αν και η δεκαετία του ’30 χαρακτηρίζεται γενικά ως εποχή ευημερίας του εβραϊκού κόσμου, το κλίμα που περιγράφηκε δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστους τους Εβραίους της Βέροιας. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες μαρτυρίες, εκδηλώθηκε την περίοδο αυτή ένα δεύτερο κύμα μετανάστευσης εβραϊκών οικογενειών της πόλης προς την Παλαιστίνη, τις ΗΠΑ και τη «φιλόξενο Γαλλία», το οποίο, ωστόσο, δεν στάθηκε ικανό να καταφέρει σοβαρό δημογραφικό πλήγμα.
Ως γενική πάντως παραδοχή, παρά την διατήρηση της καχυποψίας μεταξύ Χριστιανών κι Εβραίων, στις δύο αυτές δεκαετίες, το εβραϊκό στοιχείο αποδεικνύει την ικανότητα ταχείας ενσωμάτωσης του, συμμετέχοντας ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή, ενώ οι νεώτεροι, χάρη και στην υποχρεωτική δημόσια εκπαίδευση, αφομοιώνονται πλήρως εθνικά, γλωσσικά και κοινωνικά. Ο Β’ Π.Π. και η εξόντωση των Εβραίων θα διακόψει με τον πιο βίαιο τρόπο την αφομοίωση αυτή και την επαύριον της καταστροφής η εβραϊκή κοινότητα της Βέροιας αποδεκατισμένη πολύ σύντομα θα διαλυθεί, αφήνοντας μόνο και κυρίαρχο εθνοπολιτισμικό στοιχείο στην πόλη τους Χριστιανούς.
Εκατό χρόνια σχεδόν μετά την προσάρτηση της Βέροιας στο ελληνικό κράτος, ενενήντα χρόνια μετά την αναγκαστική αποχώρηση των Μουσουλμάνων της πόλης και περίπου εβδομήντα χρόνια μετά την καταστροφή των Εβραίων, τι απέμεινε άραγε ως μνημονικό ίχνος αυτής της μακραίωνης παρουσίας των δύο κοινοτήτων;
Η ρητορεία της εθνικής ντροπής, που αντανακλάται και σε δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, απαίτησε, με όρους σοβινιστικούς, την εξαφάνιση των αποτυπωμάτων κυρίως του οθωμανικού παρελθόντος. Νεκροταφεία καταστράφηκαν• ενεπίγραφες ταφόπλακες διερπάγησαν ως υλικό για δεύτερη χρήση, «μπαλώνοντας» τοίχους, πλατύσκαλα και εξωτερικές βρύσες• τζαμιά και μιναρέδες κατεδαφίστηκαν ή μετατράπηκαν σε κατοικίες ή χρησιμοποιήθηκαν για διάφορες επαγγελματικές χρήσεις• η δε εβραϊκή συνοικία θα είχε εξαφανιστεί ήδη από τη δεκαετία του ’50 αν τελεσφορούσαν οι προσπάθειες κάποιων δημοτικών συμβούλων να δημιουργήσουν μια τεχνητή εξοχή που θα ξεκινούσε από το λεγόμενο Βήμα του Απ. Παύλου φθάνοντας μέχρι την όχθη του ποταμού και την Μπαρμπούτα.
Όμως, το εβραϊκό και το οθωμανικό παρελθόν εξακολουθεί να επιβιώνει ακόμα σε κτίσματα, τοπόσημα κι ονομασίες: Τσερμένι, Πασά Κιόσκι, Κεμάλ Μπέη, Χάβρα, Καραχμέτ, εβραίικα μνήματα.
Η Βέροια μπορεί να έπαψε να είναι ένα δάσος μιναρέδων, όπως χαρακτήριζαν την πόλη οι στρατιώτες που την πλησίαζαν τον Οκτώβριο του 1912, όμως μονάδες αυτού του δάσους εξακολουθούν να υφίστανται ως μνημονικά ίχνη. Η Συναγωγή και όσα κτίσματα στην εβραϊκή συνοικία άντεξαν στο χρόνο, το Τζαμί του Μενδρεσέ, το Ορτά Τζαμί, το Τζαμί του Σούμπαση, το Τζαμί της Μπαρπούτας, το Μπαΐρ Τζαμί, το Μπογιαλί Τζαμί, το Τζαμί του Γιολά Γκελντί, ο μιναρές και ο διάκοσμος της Παλιάς Μητρόπολης, το οθωμανικό διοικητήριο και το σχολείο, ταφόπλακες του εβραϊκού νεκροταφείου, η γέφυρα του Καραχμέτ, τα οθωμανικά λουτρά, ο σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης (απ΄ όπου αναχώρησε για το Άουσβιτς ο εβραϊκός πληθυσμός), καθώς κι ένα πλήθος οθωμανικών κατοικιών, άλλα ερειπωμένα κι άλλα μετασκευασμένα από τους μεταγενέστερους ενοίκους.
Το «Παζαρόπλου», η σημερινή πλατεία Πλατάνων, αποτελούσε το γεωγραφικό όριο πέρα από το οποίο απλωνόταν νοτιοανατολικά και νοτιοδυτικά ο μουσουλμανικός τομέας της πόλης -οι μαχαλάδες Σινάν Μπέη, Καρσί, Κεμάλ Μπέη, Αράπ, Σου Καπουσού, Τσαγλαϊκ, Τσερμέν, Μπαϊρ, Γιολά Γκελντί και Μπαμπα Τεκεσί, αλλά κι άλλοι των οποίων την θέση αγνοούμε και η μνήμη τους σώζεται πια μόνο σε κατάστιχα. Μαχαλάδες με τζαμιά και τεμένη κι ανάμεσά τους τεκέδες, ιμαρέτια, σχολεία, λουτρά, νεκροταφεία και τουρμπέδες. Συνοικίες που μετονομάστηκαν σε Καλλιθέα, Αγ. Κυριακή, Προμηθέας κλπ., όπου όμως σήμερα συναντά κανείς αποτυπώματα της οθωμανικής φυσιογνωμίας και της τυπολογίας του οθωμανικού σπιτιού: διώροφα και ισόγεια με αυλές περιτριγυρισμένες από μαντρότοιχο στις οποίες υπήρχαν υπόστεγα, στάβλοι και άλλες εγκαταστάσεις. Ορθογώνια και πλατυμέτωπα, με μονόρριχτες και δίρριχτες στέγες και με τοιχοποιία που συμπληρωνόταν με οριζόντιες ξυλοδεσιές ή με «τσατμά». Τέτοια συναντά κανείς σήμερα στα πολεοδομικά τετράγωνα που περικλείουν οι οδοί Θράκης, Μικράς Ασίας, Καπετάν Ακρίτα, Τριποτάμου, στον Καρσή μαχαλά,  οι οδοί Δήμητρας, Ουρανίας, Βερόης, Αιγαίου, στο Κεμάλ Μπέη, και στις διακλαδώσεις της 16ης Οκτωβρίου, όπου ήταν οι συνοικίες του Σου Καπουσού και του Αράπ, οι οδοί Απ. Παύλου, Σιορ Μανωλάκη, Ευζώνων, Καραϊσκάκη, Ναούσης, Περγάμου, Νέας Ιωνίας, Μυτιλήνης, Μαυρομιχάλη, Αφροδίτης, στον Τσαγλαϊκ μαχαλά, οι οδοί Μάρκου Μπότσαρη και Μπαντραλέξη, στον Τσερμέν μαχαλά, η οδός Σμύρνης και κάθετοι πάροδοι στον Μπαΐρ μαχαλά, οι οδοί Πανόρμου, Αθ. Διάκου,  Κανάρη, Μ. Μαυρογένους, Παλαιών Πατρών Γερμανού και Μπουμπουλίνας στο Γιολά Γκενλντί μαχαλά, οι οδοί Ρήγα Φεραίου, Κυριωτίσσης, Ελευθερίας και Μιαούλη στον Μπαμπά Τεκεσί μαχαλά. Έχει αξία να υπομνήσει κανείς τις σύγχρονες ονομασίες που δόθηκαν στις τουρκογειτονιές, οι οποίες όταν δεν θυμίζουν χαμένες πατρίδες, παραπέμπουν στην ονοματολογία εθνικών ηρώων.
Μία τελευταία υπόμνηση σχετίζεται με την διαχείριση των μνημονικών ιχνών.
Στο σύμπλεγμα του τεμένους του Μεντρεσέ ανήκε και το Ναμαζγιάχ, δηλαδή ο υπαίθριος χώρος προσευχής των μουσουλμάνων της πόλης.
Φωτογραφίες εποχής που απεικονίζουν το Τζαμί του Μενδρεσέ, συγκαταλέγουν μια μεγάλη έκταση με κυπαρίσσια, από τα οποία η περιοχή απέκτησε την προσωνυμία «Τα πολλά κυπαρίσσια», ενώ σήμερα είναι πια γνωστή ως «Βήμα του Αποστόλου Παύλου». Τα κυπαρίσσια καθώς και μια αναβαθμίδα με τρία σκαλοπάτια, η οποία βρίσκεται πίσω από την ψηφιδωτή εικόνα του Απ. Παύλου, αποτελούν τα λείψανα του Ναμαζγιάχ που περιγράφει ο Evliya Çelebi Το Ναμαζγιάχ της Βέροιας, παρόλο που αποχώρησαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοί της, διατηρήθηκε για μεγάλο διάστημα. Το κτίσμα είχε άμβωνα από πελεκητή πέτρα με επτά σκαλοπάτια. Ο άμβωνας είχε ξύλινους στύλους και χωνοειδή σκεπή από φύλλα μολύβδου. Στα μέσα του 20ου αι. το Ναμαζγιάχ μετατράπηκε από την τοπική Εκκλησία σε τόπο χριστιανικής λατρείας του Απ. Παύλου με την ανέγερση ενός υπαίθριου προσκυνηταρίου που επινοήθηκε από την παρουσία των σκαλοπατιών του άμβωνα. Ο άμβωνας και το μιχράμπ του έχουν γκρεμιστεί και τα τρία σκαλοπάτια του άμβωνα επιτελούν το σύμβολο ενός φαντασιακού «βήματος» απ’ όπου, όπως υποστηρίζει η συλλογική συνείδηση, κήρυξε ο Απ. Παύλος.
Τέλος, όπως σε πολλούς είναι γνωστό, τη διετία 2006-2007 πραγματοποιήθηκαν στο τζαμί του Μενδρεσέ επεμβάσεις αποκατάστασης και αποδόθηκε αναπαλαιωμένο για χρήση στην ιδιοκτήτρια του κτιρίου, την Μητρόπολη της Βέροιας. Σύντομα, η τελευταία μετονόμασε τον χώρο σε Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο και η μετατροπή του σε χώρο χριστιανικών συνάξεων με την μόνιμη ανάρτηση μη λατρευτικών εικόνων και μάλιστα γιγάντιων στη θέση του μιχράμπ, το οποίο πλέον δεν είναι ορατό στον επισκέπτη, γεγονός που πυροδότησε οξύτατη αρθρογραφία από τον ομιλούντα και τον τοπικό επίσκοπο, καθώς, σύμφωνα με τον ομιλούντα, αποδομείται ο ισλαμικός χαρακτήρας και η πολιτισμική ταυτότητα του μνημείου.
Τα μνημεία ανήκουν στο ιστορικό παρελθόν της πόλης. Και φέρουν πάνω τους τις πατίνες ανθρώπων με διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τα τζαμιά και οι συναγωγές είναι προϊόντα συνάντησης και συνύπαρξης πολιτισμών κι ως τέτοια πρέπει να ειδωθούν, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο θρησκευτικό τους χαρακτήρα.  Αλλά ως τέτοια πρέπει και να τα σεβαστούμε. Όχι όμως ως μνημεία των Άλλων και αποσυνάγωγα της συλλογικής μας μνήμης, αλλά ως μνημεία δικά μας (και στους δικούς ανήκουν και οι Άλλοι – οι εντόπιοι «ξένοι»).-
Γιώργος Λιόλιος
Ημερίδα ΕΜΙΠΗ "Συνθέτοντας το θρησκευτικό και εθνοτικό μωσαϊκό της Ημαθίας του 20ου αι. Ιστορία-Δομές-Κοινωνικές προεκτάσεις"
Βέροια, 18.02.2015