Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

Η σύλληψη, η μεταφορά και η εξόντωση των Εβραίων της Βέροιας






          Ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος των Εβραίων θυμάτων της Βέροιας

1943-2013

Μετά από 70 χρόνια
τιμούμε τα θύματα – διαβάζουμε τα ονόματα τους

1η Μαϊου 2013

στη Συναγωγή της Βέροιας

Μια πρωτοβουλία του blog: chaniaveria.blogspot
με την άδεια του
Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδας


Reading of the names

Holocaust Remembrance Day for the jewish victims of Veria

1943-2013

After 70 years
honoring the victims – reading their names

1st May 2013
in the Synagogue of Veria

An initiative of the blog: chaniaveria.blogspot
with the permission of
Central Board of Jewish Communities in Greece






Η σύλληψη, η μεταφορά και η εξόντωση των Εβραίων της Βέροιας

[…] Η είδηση της συγκέντρωσης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης σε ειδικά γκέτο και οι πρώτες αποστολές προς την Πολωνία, αναστάτωσε, όπως ήταν φυσικό, τον εβραϊκό πληθυσμό της Βέροιας. Πολλές οικογένειες επέσπευδαν την διαφυγή τους προς τα χωριά των ορεινών όγκων των Πιερίων και του Βερμίου. Μέχρι τον Απρίλιο του 1943, συνολικά 148 Εβραίοι εγκαταλείπουν την πόλη, ενώ γι΄ αυτούς, που ενδεχόμενα μετανόησαν για την επιλογή τους να περιμένουν καρτερικά την μοίρα τους, ήταν πια πολύ αργά. Το τελικό σχέδιο της εξόντωσής τους είχε μπει σε εφαρμογή και ο εναπομείναν εβραϊκός πληθυσμός ήταν εγκλωβισμένος ανάμεσα στις δύο διόδους της εβραϊκής συνοικίας. Οι τελευταίες ημέρες του Απριλίου ήταν σε όλο τον εβραϊκό κόσμο οι ημέρες του Πέσαχ, του εβραϊκού Πάσχα. Παρά τις τραγικές συνθήκες, και στη Βέροια ετοιμάζονταν για την μεγάλη εορτή που κορυφωνόταν την 1η Μαϊου και συμβολικά προσδοκούσε μια ακόμα Έξοδο, την σημαντικότερη όμως στην ιστορία του εβραϊκού λαού.
Μέχρι την ημέρα της σύλληψης τους, όλοι ετοιμάζονταν πυρετωδώς για το μακρύ ταξίδι. Ετοίμαζαν τα τσουβάλια με φαγητά, ρούχα και τ΄ αναγκαία, έραβαν στις φόδρες των ρούχων λίρες και κοσμήματα, προσπαθούσαν να ζυγίσουν σε συνολικά είκοσι κιλά όσες από τις αναμνήσεις και τους κόπους μιας ζωής μπορούσαν να στοιβάξουν. Όμως, σύμφωνα με τις οδηγίες, μπορούσαν να κουβαλήσουν μαζί τους μόνο είκοσι κιλά αποσκευές ο καθένας, ενώ κοσμήματα και τιμαλφή θα τα παρέδιδαν για φύλαξη «επί αποδείξει». Τα χρήματα, με τα οποία στην πραγματικότητα θα πλήρωναν το ταξίδι τους, ήταν υποχρεωμένοι να τα ανταλλάξουν με επιταγές σε πολωνικό νόμισμα, οι οποίες όμως ήταν δίχως αντίκρισμα. Κι επιπλέον, τους συνιστούσε η αρχιραβινεία Θεσσαλονίκης να τελούν γάμους, διότι τα έγγαμα ζευγάρια θα απολάμβαναν καλύτερης μεταχείρισης στην Πολωνία! Και μια «επιδημία» γάμων κατέλαβε την εποχή εκείνη όλες τις Κοινότητες της γερμανικής ζώνης και στη Βέροια.

Στις 28 ή 29 Απριλίου 1943, οι Γερμανοί, με μια αιφνιδιαστική κίνηση, περιορίζουν στον χώρο της εβραϊκής συνοικίας και της συναγωγής τον εβραϊκό πληθυσμό που ζούσε μέσα στη συνοικία.
Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς συνέβη με τον προσφυγικό πληθυσμό που διέμενε στην πόλη. Οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι, εξ αιτίας των συγγενικών δεσμών με οικογένειες της πόλης, προφανώς διέμεναν στα σπίτια των συγγενών τους στην εβραϊκή συνοικία ή πέριξ αυτής και συνεπώς συνελήφθησαν μαζί με τους υπόλοιπους. Αυτοί όμως που προέρχονταν από την Αν. Μακεδονία και τη Θράκη, στην πλειονότητα τους διέμεναν, όπως ειπώθηκε κι αλλού, σε παραπήγματα στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης και ορισμένες μόνον οικογένειες φιλοξενούνταν σε σπίτια ομοθρήσκων τους μέσα στην πόλη ή στην περιοχή των Στρατώνων. Δύο υποθέσεις χωρούν: είτε ήταν φρουρούμενος ο πληθυσμός που διέμενε στα παραπήγματα, για να ενσωματωθεί στη συνέχεια στην πομπή που οδηγήθηκε στον Σ.Σ. προκειμένου να επιβιβαστεί στον συρμό για τη Θεσσαλονίκη, είτε οδηγήθηκε την ημέρα του περιορισμού των υπολοίπων στην εβραϊκή συνοικία, όπως κι όσοι άλλοι διέμεναν σε άλλες τοποθεσίες της πόλης, με την δεύτερη εκδοχή μάλλον πιο πιθανή.
Η διάταξη της περίκλειστης εβραϊκής συνοικίας εξυπηρετούσε τους σκοπούς του περιορισμού. Οι δύο πόρτες διόδου προς και από τη συνοικία, αφενός προς την πλευρά της οδού Μεραρχίας κι αφετέρου στην πλευρά του ποταμού  προς την τοποθεσία της Μπαρμπούτας, ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση της πόλης από τους Τούρκους και το «άνοιγμα» του εβραϊκού κόσμου στην τοπική κοινωνία. Εκεί θα παραμείνουν φυλακισμένοι για τρεις μέρες, όσες και οι μέρες που χρειάστηκαν για την προετοιμασία της μεταφοράς τους. Η γειτονιά γύρω από την συνοικία, σοκαρισμένη από τα γεγονότα, ανησυχεί για την τύχη τους. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής, που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν αδελφικά και μονιασμένα με τον εβραϊκό πληθυσμό, μουδιάζουν από τις εξελίξεις κι αδυνατούν να βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς τους είναι αδύνατη ακόμα και η ελάχιστη πρόσβαση στο εσωτερικό της συνοικίας.
«Περιμέναμε κάποιο άκουσμα ή μήνυμα από μέσα για να βοηθήσουμε κάπως αλλά δυστυχώς …..», θα πουν δεκαετίες μετά δύο νεαροί τότε γείτονες, ο Νικόλαος Παπαγιαννούλης και ο Νικόλαος Τσιάρας.

Οι ημέρες που μεσολάβησαν ήταν ο προγραμματισμένος χρόνος αναμονής. Οι Γερμανοί προετοίμαζαν την αποστολή με την μεθοδικότητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις για την αδιατάρακτη λειτουργία των αποστολών από τη Θεσσαλονίκη προς την Πολωνία, όπως παρακάτω θα εξηγηθεί αναλυτικότερα. Η χωρητικότητα των βαγονιών και των συρμών ήταν συγκεκριμένη, μεθοδικά σχεδιασμένη κι απαιτούσε συγχρονισμό των ενεργειών παντού στην γερμανική ζώνη Κατοχής για την «σωστή φόρτωση» των μελλοθάνατων. Ο χρόνος όμως που μεσολάβησε έδωσε και την ευκαιρία στους δήμιους των φοβισμένων ντόπιων Εβραίων να αρπάξουν από αυτούς ο,τιδήποτε πολύτιμο φύλαγαν για το μακρύ ταξίδι της «αποκατάστασης» τους στην Πολωνία (χρήματα, κοσμήματα κι αντικείμενα αξίας). Επιπλέον, στη συνοικία εκτυλίσσονται ανείπωτες σκηνές εξευτελισμού, βίας και ωμοτήτων από τους Γερμανούς σε βάρος του τρομοκρατημένου πλήθους.
Η Μύριαμ Μορδεχάι, που λίγες μέρες πριν βρήκε καταφύγιο για την οικογένεια της σε γειτονικό χριστιανικό σπίτι κοντά στη Μπαρμπούτα, σε απόσταση εκατό μέτρων από το δικό της σπίτι στην συνοικία, άκουγε από την κρυψώνα της τις κραυγές και τις οιμωγές των ομοθρήσκων της από τα βασανιστήρια στα οποία τους υπέβαλαν οι Γερμανοί. Έβλεπε από απόσταση να σέρνουν την ηλικιωμένη κι άρρωστη μάνα της  καθώς και τις τέσσερις αδελφές της, μία από τις οποίες ήταν παντρεμένη με πέντε παιδιά.
«Κι εγώ άκουγα τις κραυγές τους και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Με έπιασε υστερία και άρχισα να φωνάζω, σώστε τη μητέρα μου, αλλά βεβαίως τίποτε δεν μπορούσε να γίνει. Οι Ναζί τους έβαλαν καυτά αυγά κάτω από τις μασχάλες, τους έδεσαν τα χέρια και τους έδειραν αλύπητα»,
θα πει η ίδια πολλά χρόνια μετά στις αναμνήσεις της.
Οι οιμωγές και οι κραυγές τρόμου και πόνου δεν ακούγονταν μόνο στα αυτιά της Μορδεχάι. Ακούγονταν και σ΄ όλη τη γύρω γειτονιά. Η πόλη πληροφορήθηκε τη σύλληψη των Εβραίων, το νέο ότι «σηκώνουν τους Εβραίους» διαδίδεται ταχύτατα σε όλη τη Βέροια, αλλά κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει στη συνοικία. Κανείς δεν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας στην γερμανική διοίκηση. Ο Δήμαρχος Καμπίτογλου, που «ασκούσε μεγάλη επιρροή» στον Γερμανό Φρούραρχο δεν ζήτησε να εκτελεστεί ο ίδιος όπως θα έκανε για τους άλλους «ίσους δημότες» του. Οι επώνυμες δεσποινίδες της πόλης εξακολουθούσαν να περιέρχονται την κοντινή ύπαιθρο για να κάνουν ιππασία με τους Γερμανούς αξιωματικούς. Η τοπική εκκλησία ακέφαλη, παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Ο Διοικητής της Χωροφυλακής Βέροιας Γεώργιος Σταυρίδης, είχε κάνει το καθήκον του με το παραπάνω μέχρι τότε και πλέον επόπτευε την πόλη. Οι αντάρτες είχαν αναπτύξει τις δικές τους δράσεις στα βουνά και οι μοναδικοί που όρθωσαν ανάστημα στην γερμανική διοίκηση, ήταν η οργάνωση αναπήρων και θυμάτων πολέμου, η οποία, στο άκουσμα της σύλληψης και της σχεδιαζόμενης μεταφοράς, ζήτησε να εξαιρεθεί της εκτόπισης ο Ιωνάς Δανιέλ. Ένας ταλαίπωρος Εβραίος που γύρισε από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο χωρίς πόδια και περιέτρεχε μέχρι τότε την πόλη με αναπηρικό καροτσάκι, πουλώντας φθηνή πραμάτεια για ένα κομμάτι ψωμί. Το αίτημα, όπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκε και ο Ιωνάς Δανιέλ περίμενε ως βέβαιο θύμα την «Τελική Λύση».
Οι εικόνες βαθιά χαραγμένες θα κυνηγούν εφιαλτικά την Μορδεχάι μέχρι τον θάνατο της:
«Κάθε χρόνο, την Πρωτομαγιά, δεν μένω ποτέ μόνη. Φεύγω, πηγαίνω οπουδήποτε και προσπαθώ να ξεχάσω. Και παρ’ όλο που 45 χρόνια έχουν περάσει από τότε, οι αναμνήσεις είναι ζωντανές και δεν με αφήνουν να ξεχάσω».
Τρεις μέρες μετά την αυστηρή απομόνωση τους, την 1η Μαϊου του 1943, όλος αυτός ο πληθυσμός συγκεντρώνεται για αναχώρηση και την ευθύνη της μεταφοράς τους αναλαμβάνει ένας ομόθρησκος τους από τη Θεσσαλονίκη, ο Έδγκαρ Κούνιο (γνωστός από τη συνεργασία του με τις δυνάμεις κατοχής).
Οι σκηνές που εκτυλίσσονται τις ώρες εκείνες είναι τραγικές και περιγράφει κάποιες από αυτές η Μύριαμ, παρακολουθώντας από την κρυψώνα της:
«Την ημέρα που έφευγε η αποστολή, κρυφοκοιτάζοντας από μια χαραμάδα είδα μια έγκυο γυναίκα που άρχιζε να γεννά ενώ οι Γερμανοί την έσπρωχναν και τη χτυπούσαν. Εκείνη στρίγκλιζε. Το όνομά της ήταν Μπουένα Πιπανό, γυναίκα του Αζαρία. Ο Ασέρ (σ.σ. ο γιος της Μύριαμ) κρυφοκοίταζε από μια άλλη χαραμάδα προς την κατεύθυνση της Συναγωγής και είδε δυο άντρες να πηδούν στο κενό από το μπαλκόνι».
Οι Γερμανοί ωστόσο επιβάλουν την τάξη και ο Έδγκαρ Κούνιο, με τη βοήθεια της εβραϊκής πολιτοφυλακής, οδηγεί το πλήθος έξω από την εβραϊκή συνοικία και μέσω των οδών Μεραρχίας, Σοφού και Κεντρικής τους οδηγεί στην έξοδο της πόλης προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Μέσα στην φάλαγγα και οι δύο ραβίνοι που αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το ποίμνιο τους, ο Ιτσχάκ Σαρφατή και ο Σαμουέλ Σαρφατή. Ο Νίκος Σιδηρόπουλος που παρακολουθεί από τη τζαμαρία του μαγαζιού του πατέρα του το «εθελομάνι του θανάτου» όπως το αποκαλεί στο κείμενο-μαρτυρία του, παρακολουθεί με ανάμικτα συναισθήματα την θλιβερή πομπή. Βλέπει τους εκατοντάδες μελλοθάνατους αλλά ανάμεσα σε αυτούς δεν βρισκόταν ο παιδικός του φίλος ο Δαβίκος και η οικογένεια του. Ο Νίκος Παπαγιαννούλης, που στέκεται στην εξώθυρα του σπιτιού του στην οδό Μεραρχίας, ξαφνιάζεται βλέποντας τον φίλο του Ιακώβ Αζαριά κάπου μέσα στο πλήθος να ακολουθεί πειθήνια με σκυφτό το κεφάλι και με κλεφτές ματιές προς τον Χριστιανό φίλο του, νεύοντας του πόσο δίκαιο είχε όταν τον προέτρεπε να διαφύγει στα βουνά. Σε όλη την πορεία μέσα από την κεντρική αγορά της πόλης, ορισμένοι από το πλήθος των Εβραίων βρίσκουν το κουράγιο να χαιρετίσουν με φωνές στον αέρα φίλους και γνωστούς, βλέπουν για τελευταία φορά γνώριμες γωνιές και τα σφραγισμένα καταστήματα τους.
Οι έμποροι και οι καταστηματάρχες της Αγοράς στέκονται βουβοί μπροστά στο θέαμα. Άραγε πως σχολίαζαν την πομπή αυτή στις χαμηλόφωνες κουβέντες τους; Ορισμένοι δοκιμάζουν τις αντοχές τους σιωπηλά. Άλλοι σπεύδουν να ευχηθούν καλή αντάμωση. Στην αρχή και στο τέλος της πομπής οι Γερμανοί ελέγχουν με μαστίγια την ροή της φάλαγγας και διώχνουν τους ανεπιθύμητους. Στο πλάι, οι εξαπατημένοι ντόπιοι Εβραίοι πολιτοφυλακές «περιφρουρούν» την πορεία.  Στο τέρμα της οδού Κεντρικής στρίβουν για την ευθεία που οδηγεί στον σιδηροδρομικό σταθμό (σημερινή οδός Θεσσαλονίκης).
Κάποιοι, μη Εβραίοι κάτοικοι, που συμπτωματικά την ημέρα εκείνη βρέθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, περιγράφουν αργότερα την σκηνή που αντίκρισαν εκεί:
«Ένα πλήθος φοβισμένο, φορτωμένο με τσουβάλια όπου είχαν τα ρούχα τους και τα αναγκαία για το μακρύ ταξίδι, με παιδιά στην αγκαλιά, με υποβασταζόμενους γέρους, γριές και ασθενείς (ανάμεσα σε αυτούς και ο Ιωνάς Δανιέλ, ο στρατιώτης του αλβανικού μετώπου δίχως πόδια), να κλαίνε και να στοιβάζονται, με τη βία και με χτυπήματα, σαν ζώα στα βαγόνια του συρμού για τη Θεσσαλονίκη».
Ελάχιστοι ντόπιοι προστρέχουν στον σιδηροδρομικό σταθμό για συμπαράσταση. Μεταξύ αυτών ο Γιάννης Λιόλιος. Ερωτευμένος με μια εβραιοπούλα, σπεύδει, στο άκουσμα της είδησης, με τον φίλο του Μέρκο Κουτσογιάννη και δύο ακόμα άτομα στον σταθμό για να αποχαιρετήσει τον έρωτα του. Την βλέπει από μακριά, δεν προλαβαίνει να την πλησιάσει ή να της μιλήσει. Οι Γερμανοί που περιφρουρούν την αποστολή και ο κουκουλοφόρος Έλληνας συνεργάτης τους, σπρώχνουν βίαια τους λίγους παριστάμενους διώχνοντας τους.
 
Η τελευταία πράξη του δράματος στη Βέροια είχε ολοκληρωθεί. Για όλο αυτό τον κόσμο, κοντά σε εκατομμύρια άλλους από όλη την Ευρώπη, άρχιζε πια η φρίκη, την οποία αδυνατούσε να αντιληφθεί το πλέον ευφάνταστο μυαλό. Από τη στιγμή εκείνη και μέχρι σήμερα είναι ελάχιστα όσα μάθαμε γι΄ αυτούς. Όλος αυτός ο πληθυσμός οδηγείται στην εβραϊκή συνοικία Χιρς στην περιοχή του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού της Θεσσαλονίκης, το οποίο λειτουργούσε ως διαμετακομιστικός σταθμός των αποστολών προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το πιθανότερο είναι ότι στοιβάχτηκε στους συρμούς της 15ης αποστολής της 3ης Μαϊου με προορισμό το Άουσβιτς-Μπιρκενάου. 

Η 15η αποστολή έφθασε στο Άουσβιτς/Μπιρκενάου, σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών σιδηροδρόμων, μεταξύ 7 και 8 Μαϊου (κι ακριβέστερα τα ξημερώματα του Σαββάτου 8 Μαϊου), δηλαδή την ημέρα που ο Ι. Στρούμσα θυμάται ότι έφθασε η δική του αποστολή. 
 «Η αποστολή μας έφθασε στο Μπιρκενάου στις 8 Μαϊου 1943, γύρω στις τέσσερις ή πέντε το πρωί. Βγαίνοντας από το τρένο, στο φως των προβολέων, τα χτυπήματα με τα βούρδουλα και οι φωνές των SS έφεραν τον επιθυμητό αποτέλεσμα, να σκορπίσουν τον τρόμο. Οι πόρτες των βαγονιών άνοιξαν απότομα και όρμησαν μέσα άνθρωποι με ριγωτές στολές, που κρατούσαν ραβδιά και φώναζαν: Alle Raus, schnell, Raus. Έκανε μάλλον ψύχρα. Τυφλωμένοι από τους προβολείς, ξεκουφαμένοι από τις φωνές, ζαλισμένοι από τα χτυπήματα, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται γύρω μας και τι θέλουν να κάνουμε. Κατεβήκαμε βιαστικά, χωρίς να πάρουμε τίποτε από τα προσωπικά μας πράγματα.
Ο αδελφός μου Γκυγιώμ προσπαθούσε να βοηθήσει τους γονείς μου και τις αδελφές μου Τζούλια και Μπέλλα, να βγουν από το βαγόνι. Εγώ κρατούσα από το ένα χέρι τη Νόρα, και από το άλλο το βιολί μου. Δυνατά χτυπήματα με έκαναν να αφήσω και τη γυναίκα μου και το βιολί. Άφησα τη Νόρα με τη μητέρα της και έτρεξα να προστατέψω τον πατέρα μου. Ποια προστασία και ποια βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω; 
Πολύ γρήγορα, μέσα στα εκτυφλωτικά φώτα και τις κραυγές, παραζαλισμένοι και παγωμένοι, είδαμε να μας χωρίζουν από τις γυναίκες μας. Θυμάμαι ακόμη πως εκεί, ανάμεσα στις γραμμές του τρένου, μας χώρισαν τους νέους από τους ηλικιωμένους, και πώς αγκάλιασα τον πατέρα μου χωρίς να ξέρω ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά. Θυμάμαι ότι τον βοήθησα να διασχίσει άλλες σιδηροδρομικές γραμμές, και ότι τη στιγμή που ένας SS μας χώριζε, πρόφτασα να του φιλήσω το δεξί του χέρι, σαν να ζητούσα την πατρική ευλογία. Δεν θα τον ξανάβλεπα!
Οι νέοι συγκεντρώθηκαν αριστερά, ενώ οι ηλικιωμένοι βάδιζαν στα δεξιά. Στην άκρη της αποβάθρας υπήρχε ένα καμιόνι με το έμβλημα του Ερυθρού Σταυρού. Αμέσως σκεφτήκαμε ότι αυτό προοριζόταν για τη μεταφορά των ηλικιωμένων, ανδρών και γυναικών, ενώ εμείς οι νέοι θα έπρεπε να πάμε με τα πόδια. Συνεπώς, τίποτε το κακό δεν προμηνυόταν: οι Γερμανοί φρόντιζαν για όλα».

Σύμφωνα με τους καταλόγους του Άουσβιτς, από την 15η αποστολή συνολικού πληθυσμού 2.600 ατόμων, οι 883 (568 άνδρες και 315 γυναίκες) κρίθηκαν στην πρώτη επιλογή που έγινε στην ράμπα του σταθμού ως «ικανοί για εργασία» και εισήχθησαν στο Άουσβιτς, όπου καταγράφηκε η εισαγωγή τους στα δελτία εισαγωγής, ενώ οι υπόλοιποι, συνολικά 1717 άτομα οδηγήθηκαν απευθείας στους θαλάμους αερίων.
Αν θεωρήσουμε σύμφωνα με την εκτίμηση του Μόλχο ότι ο αριθμός των μεταφερθέντων Εβραίων της Βέροιας ανερχόταν στους 660, και υπολογίσουμε με απλή αναλογική τον αριθμό των ατόμων που κρίθηκαν «ικανοί για εργασία» κι αυτών που θανατώθηκαν άμεσα, τα ποσοστά είναι συντριπτικά. Υπολογίζεται θεωρητικά και με προφανή κίνδυνο αυθαιρεσίας, λόγω της απλής αναλογίας των ποσοστών, ότι μόλις το 24 % αυτών επιβίωσε μετά την πρώτη «επιλογή», ενώ το υπόλοιπο 76 % θανατώθηκε αμέσως. Στο ποσοστό αυτό όπως προαναφέρθηκε συμπεριλήφθηκαν τα παιδιά (ηλικίας μέχρι 15-16 ή 17 ετών), οι έγκυες γυναίκες, οι μητέρες παιδιών μικρής ηλικίας, οι ηλικιωμένοι (όπως θεωρούνταν με τα κριτήρια του στρατοπέδου οι άνδρες και οι γυναίκες άνω των 45 ετών), οι ασθενείς και οι ανάπηροι. Ένα μικρό ποσοστό ενδεχομένως δίδυμων αδερφών ή γυναικών που χρησιμοποιήθηκαν για πειράματα στο Block 10 του στρατοπέδου είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό που δεν επηρεάζει την γενική εικόνα. Ακόμα και με αριθμούς γνωστού πληθυσμού από την άποψη της ηλικιακής ομάδας τους, τα ποσοστά ελάχιστα παρεκκλίνουν από το παραπάνω πηλίκο ποσοστών.
 Αν υπολογιστεί ότι από τους 660 οι 459 (ο πραγματικός πληθυσμός της Βέροιας) μας είναι γνωστοί στην συντριπτική πλειονότητα τους ηλικιακά, από αυτούς οι 151 υπολογίζεται ότι ήταν παιδιά κάτω των 18-17 χρόνων και οι 115 ηλικίας πάνω από 45 χρόνων. Συνεπώς ένας πληθυσμός τουλάχιστον ή περίπου 266 ατόμων οδηγήθηκε αμέσως μετά την άφιξη του στους θαλάμους αερίων, ενώ οι υπόλοιποι, τουλάχιστον ή περίπου 180 (άνδρες και γυναίκες ηλικίας 18-45 χρόνων) υπέστησαν αμέσως μετά την άφιξη τους την πρώτη «επιλογή» από την οποία δεν μπορούμε να υποθέσουμε τι ποσοστό κρίθηκε «ικανό για εργασία», αν θεωρήσουμε δεδομένο, σύμφωνα με την μαρτυρία του R. Höss, ότι ο μέσος όρος των ικανών για εργασία Ελληνοεβραίων δεν ξεπερνούσε το 15%!    

Από τη στιγμή της πρώτης αυτής επαφής με την στρατοπεδική ζωή όσων είχαν κριθεί ως «ικανοί για εργασία», δεν σώζεται σχεδόν καμιά πληροφορία για την τύχη κάποιων από τους Εβραίους της Βέροιας. Οι επιλεγμένοι Εβραίοι θα στέλνονταν αρχικά να εργαστούν σε κάποιο από τα μικρότερα στρατόπεδα που βρίσκονταν στην περιοχή και στην «ζώνη ενδιαφέροντος του Άουσβιτς». Υπολογίζεται ότι δεκάδες υποστρατόπεδα ή εγκαταστάσεις καταναγκαστικής εργασίας λειτουργούσαν στην περιοχή, και κάτω από ανυπόφορες συνθήκες οι επιλεγμένοι μετά από βδομάδες ή μήνες φρικτής κακομεταχείρισης είτε πέθαιναν από «φυσικά αίτια» είτε θα μεταφέρονταν, ως «ανίκανοι για εργασία» πλέον, στις εγκαταστάσεις του Άουβιτς ΙΙ-Μπιρκενάου, για να εξοντωθούν στους θαλάμους αερίων. Από τον «ικανό για εργασία» πληθυσμό της Βέροιας απέμειναν μέχρι σήμερα μόλις ένα άκουσμα και μια ημερομηνία.
Ο επιζών, όμηρος του στρατοπέδου, Χ. Σ. Κούνιο σε προφορική αφήγηση του θυμόταν την ύπαρξη κάποιων Εβραίων από τη Βέροια, μεταξύ των Ελληνοεβραίων κρατουμένων, όχι όμως και συγκεκριμένες πληροφορίες για την διαβίωση ή την τύχη τους. Μια ημερομηνία ωστόσο κρύβει μια ολόκληρη, φρικτή ιστορία που ίσως δεν μάθουμε ποτέ. Από το «Βιβλίο Θανάτων» (Sterbebücher) του Άουσβιτς πληροφορούμαστε τον θάνατο, στις 2 Ιουλίου του 1943, του Σαμουέλ Γαβριέλ από την Βέροια, ηλικίας 37 χρόνων. Ο Σαμουέλ είχε γεννηθεί στη Βέροια το 1906 και ήταν παντρεμένος με τη Σαρίνα.
Δεν γνωρίζουμε κάτω από ποιες συνθήκες απεβίωσε (ή εκτελέστηκε;) ο Σαμουέλ Γαβριέλ. Η καταγραφή ωστόσο του θανάτου του, αποτελεί τη  μοναδική εξακριβωμένη πληροφορία για έναν από τους 660 αιχμάλωτους της Βέροιας.  
Από τον πληθυσμό αυτό κανείς δεν επέστρεψε στην Βέροια, ούτε διασώζονται πληροφορίες για απευθείας μετακίνηση κάποιου στην Παλαιστίνη (όπως συνέβη με πολλούς ομήρους). Η πληροφορία ότι ένας από τους όμηρους της Βέροιας (από την οικογένεια Μαρσελή) επέστρεψε στην Ελλάδα το 1945 και περιφερόταν στη Θεσσαλονίκη, διαταραγμένος ψυχο-διανοητικά και σε άθλια κατάσταση, δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ […]

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Λιόλιου,
«Σκιές της πόλης – Αναπαράσταση του διωγμού των Εβραίων της Βέροιας» (Αθήνα 2009), εκδ. Ευρασία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου