Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Η Γερμανική Κατοχή στη Βέροια: όψεις μιας δύσκολης καταγραφής


Του Γιώργου Λιόλιου

Η γερμανική κατοχή στη Βέροια ξεκινά στις 11 Απριλίου του 1941 και ολοκληρώνεται με την αποχώρηση των Γερμανών από την πόλη στις 26 Οκτωβρίου του 1944, καθώς την επομένη καταλαμβάνουν την Βέροια οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ.

«Στο άκουσμα της είδησης ότι οι Γερμανοί προελαύνουν στην μακεδονική ενδοχώρα, η πόλη εγκαταλείπεται από τις θεσμικές της αρχές και την διοίκηση και φρούρηση της πόλης αναλαμβάνει με προκήρυξη της στις 9 Απριλίου του ’41 Επιτροπή Βεροιαίων αποτελούμενη από τον Μητροπολίτη Πολύκαρπο, τον Δήμαρχο της πόλης Μιχάλη Χατζημιχάλη και τους πολίτες Τσιράκογλου, Τσαλέρα, Τσικερδάνο, Μουράτογλου, Καραβίδα, Μιχάλη Καπρίνη, Αντώνιο Πρωτοψάλτου, Χατζηδήμο, Γεώργιο Πράπα, Μπαζάκα, Γρηγοριάδη αλλά και τον Πρόεδρο της Εβραϊκής Κοινότητας της πόλης Μεναχέμ Στρούμσα.

Η ίδια Επιτροπή δυο μέρες μετά (στις 11 Απριλίου) σπεύδει να προϋπαντήσει τις Γερμανικές δυνάμεις που πλησιάζουν προς την πόλη λίγα χιλιόμετρα έξω από αυτήν, στο ύψος της τάφρου 66, σε μια προσπάθεια της να διασφαλιστεί η ειρηνική είσοδο τους στην πόλη.

Οι Γερμανοί εισήλθαν στη Βέροια το απόγευμα της 11ης Απριλίου από τη βόρεια είσοδο της πόλης (στον φόρο). Στις 5 το απόγευμα διέσχιζαν την πόλη οι πρώτοι μοτοσικλετιστές και αμέσως μετά τα ελαφρά και τα βαρέα άρματα. Τα πρώτα στάθμευσαν στην πλατεία του Αγ. Αντωνίου, ενώ τα βαρέα κατευθύνθηκαν προς την Πλατεία Ωρολογίου όπου και στάθμευσαν.

Από την πομπή των μοτοσικλετιστών ένας εξ αυτών έχασε τον έλεγχο της μηχανής του και επέπεσε σε δέντρο στο ύψος της Παλαιάς Μητρόπολης με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά».

Αυτό που μόλις αφηγήθηκα είναι μια στιγμή, η εναρκτήρια της γερμανικής κατοχής στην πόλη, και για να καταγραφεί έπρεπε προηγουμένως ο ιστορικός να ανατρέξει σε εκατοντάδες σελίδων χρονογραφημάτων και αφηγημάτων, σε εκατοντάδες σελίδων εφημερίδων, σε δεκάδες φακέλους αρχειακών διαθεσιμοτήτων και να ανακαλύψει τους μάρτυρες ή θεατές του γεγονότος.

Η Βέροια απέκτησε μία ή περισσότερες συστηματικές αφηγήσεις της εξεταζόμενης περιόδου με πολύ μεγάλη καθυστέρηση – πάνω από μισό αιώνα μετά την λήξη της Κατοχής. Το 2003 ο Αλέκος ο Χατζηκώστας εκδίδει την Εθνική αντίσταση στο Νομό Ημαθίας όπου το μεγαλύτερο μέρος αφιερώνεται στη Βέροια, ενώ το 2008 ο ομιλών εκδίδει τις Σκιές της πόλης-Αναπαράσταση του διωγμού των Εβραίων της Βέροιας, στο οποίο σκιαγραφείται η γερμανική κατοχή στη Βέροια μέσα από την πραγμάτευση της καταστροφής των Εβραίων της πόλης.

Βέβαια, η ενασχόληση την περίοδο αυτή με την γερμανική κατοχή και γενικά με τη δεκαετία του ’40, καθώς αμέσως μετά ακολούθησε η εμφύλια διαμάχη, ήταν προϊόν κι απότοκο μιας έκρηξης δημόσιου ιστορικού λόγου για την δεκαετία, μέρος του οποίου αποτέλεσαν και οι παραπάνω εκδόσεις. Επιπλέον υπάρχει και μια ακόμα διάσταση: στη δεκαετία του 2000 ανακαλύπτεται κι αξιοδοτείται ο ανεξάντλητος κόσμος των μικροϊστοριών,  δηλαδή οι ιστορίες των υποκειμένων αλλά και των τοπικών κοινωνιών που  συνθέτουν ως επιμέρους φαινόμενα το όλον, την γενική ιστορία. Η οποία, σαν μια κατ’  αρχήν απόφανση, μας είναι ήδη γνωστή, αλλά αγνοούσαμε πως αναπτύχθηκε στα σπλάχνα της, στο υπογάστριο της, στην ελληνική επαρχία και στα κατ’  είδος πρόσωπα που βίωσαν το κατοχικό γεγονός.

Μία διαπίστωση στην οποία μπορούμε να σταθούμε είναι ότι πλέον έχουμε μια ικανοποιητική εικόνα της εξεταζόμενης περιόδου όχι μόνον χάρη στα έργα συστηματικής αφήγησης που προανέφερα αλλά και χάρη στο πλήθος των αποσπασματικών δημοσιεύσεων που είχαν προηγηθεί κι ακολούθησαν. Θα ήταν ασφαλώς πολύ δυσκολότερο το έργο της συλλογής του υλικού εάν τις προηγούμενες δεκαετίες δεν είχαν βγει στο φως αφηγήματα, χρονογραφήματα κι επιστολές σε εφημερίδες μαρτύρων κι αφηγητών επιμέρους στιγμών της Κατοχής. Ο Σβαρνόπουλος, ο Στέφανος ο Ζάχος, ο Αλεξιάδης, ο Νίκος ο Σιδηρόπουλος, ο Νίκος ο Κόγιας, προσφάτως ο Ορέστης ο Σιδηρόπουλος, η ατελής έκδοση του Τρύφωνος Τρύπτσα κατέγραψαν μεγάλες και μικρές στιγμές που αποτελούν σπουδαίο οδηγό του σύγχρονου ιστορικού.

Σπουδαία κιβωτός πληροφοριών αποτελούν επίσης οι τοπικές εφημερίδες που εκδόθηκαν μεταπολεμικά, όπως ο Φρουρός της Ημαθίας, ο Θαραλλέος και η Βέροια των αδελφών Καλογήρου, στη συνέχεια ο Λαός και η Ημερησία αλλά και το περιοδικό Πολιτιστικά Δρώμενα φιλοξενώντας επιστολές, αναμνήσεις και κάποτε ενδιαφέροντες διαλόγους. Για παράδειγμα αναφέρω τον διάλογο που είχε ανοίξει η Βέροια των αδελφών Καλογήρου αλλά και το περιοδικό Πολιτιστικά Δρώμενα για την ρόλο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην διάσωση των Εβραίων της Βέροιας.

Κοντά στα έργα που προανέφερα και στο πλήθος των δημοσιευμάτων  ένα περιβάλλον ευάριθμων εκδόσεων κι αυτοεκδόσεων, που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στις τοπικές κοινότητες, συμπληρώνουν ικανοποιητικά την εικόνα της εξεταζόμενης περιόδου καθώς έρχονται να φωτίσουν αθέατες όψεις μιας κρίσιμης εποχής: λ.χ. ο Παπαγιάννης με τα Παιδιά της Λύκαινας κάνει πλούσιες αναφορές στο ρόλο των ρουμανιζόντων Βλάχων με ονόματα και στοιχεία, ενώ τα τελευταία χρόνια ο Στράτος ο Δορδανάς με το Έλληνες εναντίον Ελλήνων, την Γερμανική στολή στη ναφθαλίνη κ.ά φωτίζει τη δράση τοπικών συνεργατών των Ναζί. Απαραίτητη όμως και η αναφορά στα δοκίμια Ελλήνων και ξένων διανοουμένων που ωρίμασαν τη σκέψη στα ζητήματα διαλόγου της ιστορίας και της μνήμης με πυρήνα σκέψης την γερμανική κατοχή και τις επιμέρους εκφάνσεις της: γενοκτονία των Εβραίων, αντιστασιακές οργανώσεις, δοσιλογισμός, συνεργασία με τον κατακτητή.

         Όλο αυτό το σώμα βιβλίων, μελετών, κειμένων και δημοσιευμάτων, συνιστούν πλέον ένα αξιοπρεπές corpus, το οποίο μας δίδει μια εξαιρετικά ικανοποιητική εικόνα του κατοχικού γεγονότος. 

      

         Σε αυτό το corpus θα πρέπει επίσης να εντάξουμε μια σειρά πηγών όπως οι αρχειακές διαθεσιμότητες, οι φωτογραφικές απεικονίσεις και οι προφορικές συνεντεύξεις ή γραπτές μαρτυρίες.

 

        Μία αξιοπρεπής αρχειακή διαθεσιμότητα που παρέχει πληροφορίες για την εξεταζόμενη περίοδο απόκειται στα τοπικό Ιστορικό Αρχείο που στεγάζεται εδώ στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Η εκπληκτική συλλογή του Αδαμίδη αλλά και το αρχείο του Αναστασίου Καρατζόγλου αποτελούν σημαντικές πηγές πληροφοριών. Κοντά σε αυτές τις συλλογές ο ερευνητής πρέπει να κάνει μακροβούτι σε πλήθος αρχειακού υλικού που απόκειται στα ΓΑΚ, όπως υπηρεσιακά έγγραφα κι επιστολές δημοσίων υπηρεσιών για να ανακαλύψει και συλλέξει χαμένες ψηφίδες του   μωσαϊκού. Για παράδειγμα αναφέρω την περίπτωση μιας σειράς υπηρεσιακών εγγράφων του Δασαρχείου Βέροιας που μου υπέδειξε πέρυσι η Ολυμπία η Μπέτσα που αναφέρονταν στην καταναγκαστική εργασία που είχε επιβληθεί στους κατοίκους της Κουμαριάς καθώς και σε Εβραίους της Θεσσαλονίκης το 1942 για την προμήθεια γερμανικών μονάδων με ξυλεία. Αυτό το ντοκουμέντο έρχεται να φωτίσει μια πτυχή του κατοχικού γεγονότος στην ευρύτερη περιοχή της Βέροιας: την καταναγκαστική εργασία, την οποία ως σήμερα αγνοούσαμε. Παρεμπιπτόντως να αναφέρω ότι για το θέμα αυτό στην περίπτωση του Γιδά υπάρχει μια εξαιρετική μονογραφία του Μπέλλου.

       Συνεπώς, οι αρχειακές συλλογές που απόκεινται στα ΓΑΚ έχουν να δώσουν στο μέλλον ακόμα πιο πλούσιο υλικό που ενδεχομένως διευκρινήσει άγνωστες πτυχές του κατοχικού γεγονότος.

       Μία ακόμα σπουδαία αρχειακή διαθεσιμότητα που απόκειται στο Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης συνιστούν τα πρακτικά των δικών των δοσίλογων που έδρασαν στην Βέροια και στην ευρύτερη περιοχή. Μέσα από τα πρακτικά αντλεί κανείς τεκμηριωμένες πληροφορίες για πρόσωπα, δράσεις και γεγονότα που συμπληρώνουν ικανοποιητικά την αποσπασματική γνώση που προέρχεται από τις μαρτυρίες.

 

      Από την άλλη είναι πενιχρά τα αποτελέσματα της έρευνας για φωτογραφικές απεικονίσεις της Κατοχής στη Βέροια, οι οποίες θα συνέβαλαν σπουδαίως στην γνώση μας για την τοπιογραφία της κατοχικής Βέροιας. Ο Κωστής Παράσχος σε έκδοση του 1973 δημοσίευσε τρεις φωτογραφίες που ο ίδιος είχε τραβήξει: στην πρώτη εικονίζονται πολίτες της Βέροιας στην οδό Κεντρικής και εικάζουμε στο ύψος περίπου της Πλατείας του Αγ. Αντωνίου, οι οποίοι φωτογραφίζονται δίπλα σε μια πινακίδα όπου στην ελληνική γλώσσα το Γερμανικό Φρουραρχείο επιβάλει στους πολίτες επί ποινή να βαδίζουν δεξιά. Στην δεύτερη βλέπουμε αναρτημένη στον τοίχο ενός σπιτιού την οδοσήμανση της Κεντρικής οδού στην ελληνική και στην γερμανική Hauptstr. Και στην τρίτη εικονίζεται, μάλλον στην Πλατεία Ωρολογίου, μια πινακίδα κατεύθυνσης προς την έδρα της Κομμαντατούρ αποκλειστικά στην γερμανική γλώσσα.

 

       Δύο πολύ γνωστές φωτογραφίες που αναδημοσιεύει και ο Χατζηκώστας απεικονίζουν: η μία βλαχόφωνους της Βέροιας μαζί με Γερμανούς να χαιρετούν τη γερμανική σημαία και η άλλη μέλη του Συλλόγου Τραϊάν να παρελαύνουν κρατώντας τη γερμανική και την ιταλική σημαία.

 

            Εκτιμώ ότι σε ιδιωτικά αρχεία εξακολουθεί να σώζεται φωτογραφικό υλικό από την εποχή, το οποίο για διάφορους λόγους παραμένει αναξιοποίητο. Ένας γνωστός συμπολίτης, μου είχε υποσχεθεί προ ετών να μου παραδώσει μια οικογενειακή φωτογραφία όπου εικονίζονται τα μέλη της οικογένειας του και ο ίδιος με έναν Γερμανό αξιωματικό που διέμενε στο σπίτι τους. Μάλλον ο φόβος της δημοσίευσης της και κυρίως οι συνειρμοί που τυχόν γεννιούνταν μετά, τον αποθάρρυναν από την ιδέα να μου την παραδώσει.

 

            Το κατοχικό κάδρο της Βέροιας όμως παρουσιάζει ακόμα πολλά και σημαντικά κενά και σε αυτό συμβάλλουν σημαντικές ελλείψεις, ολιγωρίες και μυστικοπάθειες.

 

            Στην εξεταζόμενη περίοδο αναστέλλουν την κυκλοφορία τους οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στην πόλη προπολεμικά, ενώ η μοναδική που κυκλοφορεί την περίοδο εκείνη αλλά για βραχύ χρονικό διάστημα, η Μακεδονική Ηχώ του Λώλη του Σμυρλή, παραμένει μέχρι σήμερα εξαφανισμένη από Συλλογές.

 

             Το αρχείο του Δήμου Βέροιας θα μπορούσε να αποτελέσει πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Ο κατοχικός Δήμαρχος Προκόπης Καμπίτογλου διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Γερμανό Φρούραρχο, ο οποίος μάλιστα διέμενε και στο σπίτι του και θα είχε συνεπώς μεγάλο ενδιαφέρον η αλληλογραφία του Δήμου με τις κατοχικές δυνάμεις της Βέροιας. Δυστυχώς μεγάλο μέρος του αρχείου καταστράφηκε ύστερα από την φωτιά που προκάλεσαν άνδρες του ΕΛΑΣ, ενώ ό,τι απέμεινε πολτοποιήθηκε στη δεκαετία του ’80.

 

              Έμμεσες πληροφορίες που αξιοποιούν ένα ευρύ φάσμα πηγών, όπως δικαστικά αρχεία, συμβολαιογραφικές πράξεις, κτηματολογικές εγγραφές, έχουν ερευνηθεί αποσπασματικά, ενώ υπάρχει μεγάλη δυστοκία και στην εξασφάλιση ιδιωτικών αρχείων (ημερολόγια, αλληλογραφία κ.α).

 

              Ένα βασικό μεθοδολογικό εργαλείο αντίληψης του κατοχικού γεγονότος, αποτύπωσης του, αναπαράστασης του και ερμηνείας των κατοχικών  μηχανισμών, συνιστούν οι προφορικές συνεντεύξεις ή γραπτές μαρτυρίες των επιζώντων, παρά τις αμφισβητήσεις που διατυπώνονται διεθνώς για την αξιοπιστία τους ως τεκμηρίων (και είναι ένας διάλογος που ακόμα δεν έχει κοπάσει).

 

  Οι ενστάσεις για την αξιοποίηση τους διαθέτουν μια σοβαρή επιχειρηματολογία. Ενδεικτικά μόνον αναφέρω: η απόσταση του χρόνου από το γεγονός μέχρι την αφήγηση, τα φίλτρα που βάζει ο ίδιος ο αφηγητής στην αφήγηση του, η διαφορετική αντίληψη του ιδίου γεγονότος από δύο ή και περισσότερους μάρτυρες του γεγονότος (έχουμε τόσες αφηγήσεις που διαφοροποιούνται μεταξύ τους όσοι και οι αφηγητές), η ιδεολογικοποίηση του γεγονότος (λ.χ. υπάρχουν διαφορετικές αποτιμήσεις του ρόλου του ΕΛΑΣ ή του ΠΑΟ στην διάρκεια της Κατοχής, ανάλογα με το ιδεολογικό υπόβαθρο του αφηγητή κυρίως μετά την εμφύλια διαμάχη).

Είναι προφανές ότι απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην χρήση του μεθοδολογικού εργαλείου της αφήγησης διότι η αφήγηση απηχεί τα ιδεολογικά και κοινωνικά συμφραζόμενα της εποχής και ο αφηγητής κουβαλάει την δική του ιδεολογική πλατφόρμα και το δικό του ιδεολογικό περιβάλλον που γεννά την αφήγηση. Δεν παύουν ωστόσο οι προφορικές συνεντεύξεις και οι γραπτές μαρτυρίες να αποτελούν ένα εργαλείο πρωτογενούς γνώσης από ανθρώπους που βίωσαν το κατοχικό γεγονός ή επιμέρους διαστάσεις του.

Βίωσα την ομολογουμένως δύσκολη αυτή προσπάθεια όταν αναζήτησα και συνομίλησα με επιζήσαντες του διωγμού των Εβραίων.

Στην προφορική συνέντευξη ειδικά όταν ο συνομιλητής βίωσε ως θύμα το κατοχικό γεγονός επιβάλλεται προηγουμένως να κτίσεις μια σχέση εμπιστοσύνης ώστε να διαρρήξεις με σεβασμό και λεπτότητα τις ηθελημένες ή αθέλητες σιωπές και από το σύνολο της αφήγησης να ξεδιαλέξεις το σπουδαίο που συμπληρώνει την αποσπασματική γνώση.

Δυστυχώς, η πολύτιμη αυτή πρωτογενής πηγή γνώσης τείνει να εκλείψει μαζί με τους ανθρώπους. Σχεδόν 70 χρόνια μετά ελάχιστοι μάρτυρες απέμειναν εν ζωή και χάθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες πολύτιμος χρόνος, όσο τα γεγονότα ήταν ακόμα νωπά και οι μάρτυρες σε κατάλληλη διανοητική κατάσταση. Οφείλουμε να πούμε ωστόσο ο ιστορικός των προηγούμενων δεκαετιών έπρεπε να γκρεμίσει τείχη σιωπής. Το πρόταγμα του μεταπολεμικού Έλληνα ήταν η ανάγκη να ξεχάσει υπό το βάρος ενός εμφύλιου σπαραγμού και οι πρόγονοι μας πέρασαν εσκεμμένα στην όχθη της σιωπής, αποφεύγοντας επιμελώς να ανοίξουν ή να ανταποκριθούν σε μια συζήτηση αιμάσσουσα. 

Παρά την ικανοποιητική εικόνα για την γερμανική κατοχή στη Βέροια, το κάδρο δεν έχει συμπληρωθεί στο κέντρο του. Η έρευνα σκοντάφτει σε μια βασική και κομβική αδυναμία: τις σιωπές ή τα μισόλογα που δεν επιθυμούν να γίνουν πληροφορίες και ως τέτοιες μεθοδολογικά εργαλεία τεκμηρίωσης, αλλά παραμένουν σαν κατακάθια στον πάτο της ατομικής και της συλλογικής μνήμης.

Ένα στοίχημα που αποτέλεσε για δεκαετίες μνημονικό ταμπού στην δημόσια ιστορία της πόλης: η εβραϊκή κοινότητα και ο διωγμός της, κερδήθηκε, αν και η πλήρης αποκάλυψη του παλίμψηστου που κρύβεται κάτω από το επίχρισμα απαιτεί ακόμα πολύ δουλειά. Η πόλη αυτή δεν έχει ξεμπερδέψει ακόμα τις παρτίδες της με την Ιστορία της. Οι σιωπές και τα μισόλογα δεκαετιών εξελίχθηκαν σε μεταστατικούς καρκίνους στο σώμα της μνήμης της πόλης. 

Εξακολουθούν να παραμένουν ανέγγιχτα τα μνημονικά αποστήματα του δοσιλογισμού και του ρόλου μεγάλης μερίδας του βλαχόφωνου πληρθυσμού κατά την διάρκεια της Κατοχής, τα οποία πρέπει να σπάσουν, όχι για να υποδαυλίσουν νέα μίση αλλά για να τακτοποιήσει στην θέση της αυτή η πόλη την Ιστορία που την στοιχειώνει. Ο κόσμος της ελληνικής επαρχίας όμως αποφεύγει συστηματικά κι αμήχανα ή δυσανασχετεί να συζητήσουμε για συλλογικές μνήμες.

Γνωρίζω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο και τολμηρό να ζεις σε μια μικρή κοινωνία και να αποκαλύπτεις τις ντροπές της.  Σε ένα μεγάλο βαθμό στις μικρές –πληθυσμιακά- κοινωνίες αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πρωταγωνιστές ή δευτεραγωνιστές της εποχής εξακολουθούν να ζουν. Κι αν όχι αυτοί, τα παιδιά τους. Και τα παιδιά τους είναι συγγενείς μας, φίλοι ή γείτονες ενός έτσι κι αλλιώς ασφυκτικού κοινωνικού περίγυρου. Εγώ χρειάζομαι δέκα λεπτά για να πάω από το σπίτι στο γραφείο μου. Σε αυτό τον ελάχιστο χρόνο έχω δει πολύ κόσμο κι έχω μάθει για ακόμα περισσότερο. Μπορείτε συνεπώς να αντιληφθείτε πόσο δύσκολο είναι να γράφεις σύγχρονη ιστορία στη Βέροια και για κάθε Βέροια και να πρέπει να κατονομάσεις τον διπλανό σου, τον φίλο σου, τον πατέρα του ή τον συγγενή σου ως «μοιραίο» πρωταγωνιστή των γεγονότων της Κατοχής.

Μου’ λεγε πριν λίγα χρόνια ένας εξαιρετικός ερευνητής της ιστορίας των βλάχων της περιοχής –ο ίδιος βλάχικης καταγωγής- ότι απέφυγε να προχωρήσει πέρα από χρονολογικό όριο του μεσοπολέμου - πολύ περισσότερο να αγγίξει την περίοδο της γερμανικής κατοχής-, ύστερα από παράκληση του πατέρα του για να μην ανοίξουν πληγές και αποκαλυφθούν ντροπές.

Η ιστορία λοιπόν για την εποχή δεν έχει γραφεί οριστικά. Αυτή θα γράφεται και θα ξαναγράφεται ακολουθώντας τους ιδεολογικούς μετασχηματισμούς και τις μεταμορφώσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος που γεννάει και περιβάλλει τον ιστορικό.- 

Εισήγηση στην ημερίδα των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ Ημαθίας) με θέμα «Ημέρες Κατοχής στην Ημαθία» (31.01.2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου